Στις ημέρες μας, ο Twitter εξελίσσεται σε ιδανικό μέσο διατύπωσης πολιτικού λόγου. Ιδιαίτερα όσο διαρκεί η κρίση, και έως ότου οι πολιτικοί καταφέρουν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους, να επανιδρύσουν τα πολιτικά κόμματα, να δώσουν νέο νόημα στην πολιτική.
Οι πολίτες απέχουν από τους συνήθεις βερμπαλισμούς των πολιτικών, τον ξύλινο και στρογγυλεμένο λόγο, την αποφυγή ξεκάθαρων νοημάτων, που εξυπηρετούν την ασάφεια, που με τη σειρά της διευκολύνει τον δρόμο προς την κάλπη.
Οι πολίτες είναι ιδιαίτερα δραστήριοι στον χώρο του micro-blogging. Και εκδηλώνουν την προτίμησή τους, πατώντας το κουμπί ‘Follow’ όταν επισκέπτονται τους πολιτικούς στο twitter. Αυτό σημαίνει ότι επιλέγουν να λαμβάνουν απευθείας μήνυμα από τους πολιτικούς, κάθε φορά που αυτοί διατυπώνουν μία σκέψη, άποψη ή αντιδρούν στα δημόσια πράγματα.
Το Twitter απορρίπτει την φλυαρία, επιτρέποντας την πληκτρολόγηση φράσεων 140 χαρακτήρων (περίπου 25 λέξεις στα ελληνικά). Ο περιορισμός αυτός είναι ιδιαίτερη δοκιμασία για την ουσία του πολιτικού λόγου. Από το άλλο μέρος, οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι κάπου εκεί εξαντλείται -ποσοτικά- και η υποχρέωσή τους να ανακοινώσουν την είδηση. Συνήθως, ο ναρκισσισμός, που συνοδεύει την (πρώην) τέταρτη εξουσία δεν τούς αφήνει να το πράξουν. Εκπέμπουν περισσότερα λόγια, θολώνουν το μήνυμα, προσπαθώνας να δώσουν αξία στον διαμεσολαβητικό τους ρόλο, ο οποίος χάνεται. Και αυτό διότι, οι ‘πηγές’ έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν απευθείας με τους πολίτες.
Σε πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center των ΗΠΑ, διαπιστώθηκαν οι μεγάλες διαφορές περιεχομένου μεταξύ των μηνυμάτων του Twitter και των παραδοσιακών Μέσων, ακόμη και σε σε σχέση με το νεότερο περιβάλλον πολιτικού λόγου που δημουργεί η ραγδαία ανάπτυξη των blogs.
Λεπτομερής εξέταση πάνω από 20 εκατ. μηνυμάτων του Twitter (Tweets) σχετικά με την προεκλογική κούρσα για την προεδρία των ΗΠΑ διαπιστώνει ότι η πολιτική συζήτηση στο Twitter είναι διαφορετική από εκείνη που απαντάται στα blogs: είναι πιο έντονη, ευμετάβλητη και ακόμη λιγότερο ουδέτερη. Και οι δύο νέες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης διαφέρουν αισθητά από την πολιτική αφήγηση που οι πολίτες λαμβάνουν από την ειδησεογραφική κάλυψη των κατεστημένων Μέσων Ενημέρωσης.
Το φαινόμενο αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αναδεικνύει την σταδιακή επιστροφή της επικοινωνιακής εξουσίας πίσω στην κοινωνία των πολιτών (με αδόμητο και χαοτικό τρόπο, χαρακτηριστικά στα οποία στηρίχθηκε και αυτή καθεαυτή η έκρηξη του διαδικτύου), ενώ από την πλευρά των παλαιών Μέσων Ενημέρωσης, ίσως να αποτελεί ευκαιρία μεταστροφής τους προς πιο αντικειμενικό περιεχόμενο, με την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας και της συσσωρευμένης εμπειρίας τους στον χώρο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορέσουν να ακολουθήσουν τις νέες πλατφόρμες.
Παρόμοια είναι και τα πράγματα στον χώρο της πολιτικής. Άλλωστε στην Ελλάδα, ο στενός εναγκαλισμός των δύο χώρων έχει ως συνέπεια την παράλληλη πορεία τους από την άνοδο στην πτώση. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η πολιτικο-επικοινωνιακή ελίτ “ανδρώθηκε” εν μέσω φαινομένων που προκάλεσαν την έντονη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας πολιτικών και δημοσιογράφων, εντέλει υποσκάπτοντας τον δημόσιο ρόλο τους στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Η κρίση που ακολούθησε και η υποχρεωτική διαχείρισή της προκάλεσε και την πτώση των κομμάτων. Μία από τις συνέπειες είναι η πλήρης απομάκρυνση των νέων από την κατεστημένη πολιτική και η αναζήτηση εναλλακτικών καναλιών πολιτικού λόγου και κινητοποίησης. Στο πεδίο αυτό, τα κοινωνικά δίκτυα (social networks) αλλάζουν τα δεδομένα και διευκολύνουν την εκδήλωση των τάσεων. Αυτό που ακολουθεί είναι η ψηφιακή ανάδειξη των προσώπων, έναντι των συλλογικών σχηματισμών. Το διαδίκτυο επιτρέπει τη διάκριση των προσωπικοτήτων από τον σωρό της πολιτικής, με την προϋπόθεση ότι τα χαρακτηριστικά τους τυγχάνουν της έγκρισης του διαδικτυακού κοινού. Με λίγα λόγια, το μέλλον των δημοσιογράφων και των πολιτικών στηρίζεται στο κατά πόσο θα γίνουν αποδεκτοί από το κοινό του Facebook, του Twitter και των υπόλοιπων ανερχόμενων κοινωνικών δικτύων, αλλά και αυτών που θα εμφανιστούν το επόμενο διάστημα.
Τα δεδομένα αλλάζουν με ταχύτητα που η παραδοσιακή θεώρηση αδυνατεί να ακολουθήσει. Η επικοινωνιακή απήχηση ακολουθεί νέα χαρακτηριστικά, τα οποία βρίσκονται υπό διαμόρφωση. Οι νέοι άνθρωποι οδηγούν τις εξελίξεις, αλλά δεν δείχνουν καμμία διάθεση να καθοδηγηθούν από τα πολιτικά κόμματα.
Η λειτουργία του Twitter είναι χαρακτηριστική της επίδρασης του ψηφιακού μηνύματος, το οποίο ταξιδεύει με τον ίδιο τρόπο που ένας ιός μεταδίδεται στον πληθυσμό. Κάθε μήνυμα (tweet) φθάνει στους αποδέκτες του, οι οποίοι μπορούν να το αναμεταδώσουν (re-tweet) και να επικοινωνήσουν με δεκάδες χιλιάδες χρήστες, οι οποίοι το μεταδίδουν σε χιλιάδες άλλους κ.ο.κ. Με τα δεδομένα του Twitter, ποιός άραγε θα είχε μεγαλύτερη επίδραση στη δημόσια σφαίρα των νέων ανθρώπων; Ο Αντώνης Σαμαράς με 6.000 followers, ο Γιώργος Παπανδρέου με 20.000, η Εύα Καϊλή με 14.000 ή ο Σάκης Ρουβάς με 100.000 followers; Τα συμπεράσματα δικά σας. Όπως και οι σκέψεις για τις αλλαγές που έρχονται στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας.