Τις μέρες αυτές γράφονται και λέγονται πολλά για το δημοψήφισμα που η κυβέρνηση σχεδιάζει να κάνει με σκοπό να ξεκαθαρίσει η σημερινή κατάσταση και να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους· πολιτικοί και πολίτες.
Η πρόταση είναι ορθολογική και δημοκρατική, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το δημοψήφισμα θα αποτελέσει ελεύθερη και γνήσια έκφραση της εξουσίας των πολιτών και δεν θα αποτελέσει μια μακιαβελική επίκληση της εξουσίας των πολιτών. Να θυμίσουμε ότι κατά τον Ιταλό κυνικό πολιτικό στοχαστή και συγγραφέα Νικολό Μακιαβέλι (1460-1527), ο ηγεμόνας πρέπει να λαμβάνει ο ίδιος τις αποφάσεις αλλά κατά τρόπο που να φαίνεται ότι τις λαμβάνει ο λαός· ο λαός δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις αλλά πρέπει μόνο να είναι αναφορά για κάθε εξουσία. Βλέπετε μήπως ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα εφαρμόζει απόψεις σαν αυτές του Μακιαβέλι;
Ο θεσμός των Δημοψηφισμάτων
Ο θεσμός των δημοψηφισμάτων γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και αποτέλεσε το όχημα της πραγματικής Δημοκρατίας. Στην αρχαιοελληνική δημοκρατία, στην άμεση δημοκρατία όπως τη μετονομάσαμε σήμερα, τα δημοψηφίσματα αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο λήψεως όλων των μεγάλων αποφάσεων από τους ίδιους τους πολίτες, ενώ οι άρχοντες δεν ελάμβαναν μεγάλες αποφάσεις αλλά είχαν την ευθύνη υλοποίησης των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης των πολιτών, της εκκλησίας του Δήμου. Δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό εκείνης της δημοκρατίας είναι ότι η ανάδειξη της πλειονότητας των αρχόντων γινόταν με κλήρωση και μόνο σε λίγες περιπτώσεις (στρατιωτικοί άρχοντες) γινόταν με ψηφοφορία ή ψηφοφορία επιλογής των αρίστων και κλήρωση μεταξύ των αρίστων για τελική επιλογή. Το επίπεδο ηθικής, διαφάνειας και ισότητας των πολιτών αυτής της δημοκρατίας είναι ευκρινές.
Στις σημερινές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες οι μεγάλες αποφάσεις δεν λαμβάνονται πια από τους πολίτες αλλά από τους εκλεγμένους εκπροσώπους των πολιτών· και αυτό όμως, αν και αποτελεί συνταγματική επιταγή, στην πράξη δεν ισχύει πάντοτε. Σχετική είναι η πρόσφατη δήλωση βουλευτή: Δεν συμμετέχω σε βουλή που δεν γνωρίζω τι αποφάσεις ψηφίζω.
Σήμερα η μόνη εξουσία που έχουν οι πολίτες είναι να εκλέγουν κάθε τέσσερα χρόνια εκπροσώπους με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) με νόμο και πρακτικές εκλογής που αποφασίζουν οι αντιπρόσωποι και (β) με εκλογή από μια λίστα προεπιλογής που καταρτίζει η κομματική ελίτ. Στην πράξη τα πράγματα είναι ακόμα πιο ολιγαρχικά· στην πράξη ο αρχηγός του κόμματος είναι αυτός που καθορίζει τη λίστα προεπιλογής και επιπλέον καθορίζει (διορίζει) τους βουλευτές επικρατείας. Ακόμη υπάρχουν σχέδια… διεύρυνσης της εξουσίας των πολιτών με εκλογή σημαντικού αριθμού βουλευτών από μια λίστα που θα καταρτίζει η κομματική ελίτ.
Στο Σύνταγμα, στο Πολίτευμα* της χώρας μας, προβλέπεται η διενέργεια δημοψηφισμάτων, αλλά με απόφαση μόνο των εκπροσώπων και για θέματα που ορίζονται μόνο από τους εκπροσώπους και όχι από τους πολίτες.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα δημοψηφίσματα σήμερα δεν αποτελούν ελεύθερη απόφαση των πολιτών, αλλά ουσιαστικά αποτελούν επικύρωση ή απόρριψη μιας ειλημμένης από τους εκπροσώπους απόφασης. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα στη χώρα μας έχουν τη μορφή απάντησης ΝΑΙ ή ΟΧΙ σε ερώτημα που θέτει η πλειοψηφία της Βουλής (δηλαδή η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, δηλαδή ο εκάστοτε πρωθυπουργός), και ότι η συχνότητα πραγματοποίησης αυτών φθάνει στο ένα δημοψήφισμα κάθε 35 περίπου χρόνια!
Είναι φανερό ότι οι εκπρόσωποι μας αποφεύγουν τα δημοψηφίσματα όπως ο διάβολος το λιβάνι. Οι λόγοι ευνόητοι. Οι μεν βουλευτές της πλειοψηφίας από τον κίνδυνο να απορριφτεί μια απόφαση τους, οι δε της μειοψηφίας από τον κίνδυνο παραπλανητικού ή άσχετου ερωτήματος που θα θέσει η πλειοψηφία, το οποίο θα λειτουργήσει σαν δεκανίκι στήριξης των αποφάσεων της.
Και οι πολίτες; Οι πολίτες κατανοούν ότι η δική τους βούληση δεν μπορεί, δεν έχει πιθανότητες να γίνει απόφαση της πολιτείας· κατανοούν ότι στην πράξη δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να πιστέψουν τα λόγια κάποιου κόμματος, που όλα χωρίς εξαιρέσεις και ηθικές αναστολές, τους ονομάζουν… “Αφέντης Λαός”.
Για να είναι τα δημοψηφίσματα ελεύθερες και γνήσιες αποφάσεις των πολιτών, μη ελεγχόμενες και μη χειραγωγούμενες από τους εκπροσώπους τους, πρέπει να ψηφιστεί Νόμος αναβάθμισης των δημοψηφισμάτων που θα ενισχύει την άσκηση εξουσίας από τους ίδιους τους πολίτες και όχι από τους πάσης μορφής εκπροσώπους. Τέτοιος νόμος όμως είναι πολύ δύσκολο να ψηφισθεί από τους αντιπροσώπους μας γιατί είναι ασύμβατος με τα συμφέροντα του συστήματος εξουσίας και γιατί θα μειώσει τον έλεγχο που το σύστημα σήμερα έμμεσα ασκεί στους πολίτες. Με τα δημοψηφίσματα η εξουσία λήψεως των αποφάσεων διαχέεται από τους 300 βουλευτές σε 6 περίπου εκατομμύρια πολίτες και είναι προφανές ότι “οι λίγοι ελέγχονται, οι πολλοί όχι”.
Για τους λόγους αυτούς ένα μέρος των εκπρόσωπων μας αντί να υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση του θεσμού, υποστηρίζει τη μη πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων, ακλουθώντας την παλιά συνταγή “πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι”, ενώ ένα άλλο μέρος επιδιώκει την πραγματοποίησή τους με τους ισχύοντες θεσμούς και πρακτικές ελπίζοντας σε ευνοϊκά για το κόμμα αποτελέσματα.
Κάποιες άλλες χώρες όμως, οι οποίες δεν κληρονόμησαν τον τιμητικό τίτλο του “Λίκνου της Δημοκρατίας” που η Ελλάδα κληρονόμησε, βελτίωσαν τους θεσμούς τους ώστε τα δημοψηφίσματα να συνιστούν ελεύθερη και γνήσια απόφαση των πολιτών. Σε αυτές τις χώρες τα δημοψηφίσματα συνιστούν καθαρή λήψη απόφασης των πολιτών, που δομείται με την επιλογή μιας από τις εναλλακτικές προτάσεις των κόμματων ή άλλων φορέων υψηλού κύρους.
Τέτοια δημοψηφίσματα πολλαπλών επιλογών (Multichoice Referendums) πραγματοποιούνται στην Ελβετία, αλλά έχουν πραγματοποιηθεί και σε άλλες χώρες (π.χ. Σουηδία το 1957 και το 1980, Αυστραλία το 1977).
Επανάσταση των Βουλευτών και Δημοψηφίσματα
Η σημερινή κρίση της χώρας μας δεν οφείλεται στον χαμηλό ορθολογισμό των αποφάσεων που έλαβαν για την αντιμετώπιση της οι εκπρόσωποι μας, αλλά οφείλεται στην αρνητική ή πολύ χαμηλή – αδικαιολόγητη ή δικαιολογημένη – αποδοχή αυτών. Ο ορθολογισμός των αποφάσεων τους ίσως δεν είναι ο βέλτιστος, αλλά δεν είναι και το απόλυτα λάθος. Το λάθος είναι ότι η αποδοχή των αποφάσεων επιχειρείται να διασφαλισθεί με την επικοινωνιακή πολιτική και όχι με την πολιτική τους· με τα μεγάλα και ψεύτικα λόγια τους και όχι με τα έργα τους. Θεωρούν ότι η αποδοχή, είναι δευτερεύον χαρακτηριστικό των αποφάσεων τους επειδή οι ίδιοι έχουν τη θεσμική ισχύ να τις μετασχηματίζουν σε νόμους, που οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν. Η εμπειρία και η ιστορία όμως διδάσκει, ότι η ελεύθερη και γνήσια αποδοχή είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό των αποφάσεων και ότι μια απόφαση μεγάλης αποδοχής αλλά μικρού ορθολογισμού είναι αποτελεσματικότερη από μια απόφαση μεγάλου ορθολογισμού αλλά αρνητικής ή μικρής αποδοχής.
Σήμερα, την εποχή της πληροφορίας και του Ιντερνέτ, η επικοινωνιακή πολιτική δεν μπορεί να γεννήσει αποδοχή όπως ίσως γινόταν στο παρελθόν. Αποδοχή μπορεί να γεννήσει μόνο η ελεύθερη απόφαση των πολιτών, ανεξάρτητα αν αυτή έχει μεγάλο ρίσκο ή είναι λανθασμένη.
Αυτές οι σκέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για τη σωτηρία της Χώρας αντί να ζητήσουμε τις συμβουλές των πρώην πρωθυπουργών – που έχουν ευθύνη για τη σημερινή κρίση – να ζητήσουμε τη υπεύθυνη βούληση/απόφαση των πολιτών με ένα Δημοψήφισμα που θα είναι όχημα ελεύθερης και γνήσιας έκφρασης της εξουσίας τους· που θα γεννήσει την σωτήρια αποδοχή και συνοχή των πολιτών στις όποιες προσπάθειες τους. Και ακόμα κάτι σημαντικότερο· που θα αποτελέσει την αρχή αναγέννησης της Δημοκρατίας στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, στη Χώρα μας.
Ένα τέτοιο, για παράδειγμα, δημοψήφισμα θα ήταν αυτό που η πολίτες θα καλούντο να επιλέξουν την καλύτερη πρόταση από τις ακόλουθες : των κομμάτων του Ελληνικού Κοινοβουλίου και δύο εμπείρων κοινωνικών φορέων πχ της ΓΣΕΕ και των Συνδέσμων Βιομηχανίας/Εμπορίου. Οι προτάσεις αυτές (7 για το παράδειγμα μας) θα είχαν όλες την ίδια δομή και έκταση (π.χ. 300 λέξεις)και θα συνιστούσαν επίσημο κείμενο αναφοράς των πολιτών. Αν κατά την πρώτη ψηφοφορία καμιά από αυτές δεν θα είχε την έγκριση της πλειοψηφίας, θα ακολουθούσε δεύτερη· όπως γίνεται για την εκλογή των δημοτικών αρχόντων.
Με τον τρόπο αυτό η χώρα θα αποκτούσε μία στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης, που αδιαφιλονίκητα θα είχε τη μέγιστη αποδοχή των πολιτών· μια αποδοχή σεβαστή από το σύνολο των πολιτών.
Τα προαναφερθέντα προφανώς είναι πολύ δύσκολο να γίνουν από τους έχοντες την θεσμική ισχύ βουλευτές μας γιατί: ούτε συμβατά με τα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα τους είναι, αλλά ούτε και με τους υφιστάμενους νόμους. Αυτά μπορούν να γίνουν μόνο με μία επανάσταση· είτε των πολιτών που έχουν την ουσιαστική ισχύ, είτε των βουλευτών που έχουν τη θεσμική ισχύ, αλλά και το καθήκον για τη σωτηρία της χώρας. Η επανάσταση αυτή των βουλευτών όχι μόνο είναι ειρηνική, αλλά είναι και απόλυτα συμβατή με το Σύνταγμα, αφού ουσιαστικά αποτελεί ανατροπή της κομματικής εξουσίας και αντικατάσταση της με την εξουσία των πολιτών· αφού κατά βάθος ανατρέπει την Κομματοκρατία και αποκαθιστά τη Νομοκρατία, την ισχύ του πνεύματος του Συντάγματος.
Για λόγους ευνόητους, την υλοποίηση αυτής της απόφασης των πολιτών, οι βουλευτές πρέπει, αυτήν την κρίσιμη περίοδο, να την αναθέσουν σε κυβέρνηση από ικανούς τεχνοκράτες που οι βουλευτές θα επιλέξουν, θα ελέγχουν και θα στηρίζουν. Να την αναθέσουν σε μια κυβέρνηση ειδημόνων, που χωρίς δισταγμούς και ταλαντεύσεις θα εκτελέσει την εντολή των πολιτών υπό την επίβλεψη των εκπροσώπων τους.
Αντιλαμβανόμαστε πως οι παραπάνω σκέψεις ενός απλού πολίτη θα θεωρηθούν από την πλειονότητα των πολιτικών και των πολιτών σαν παραμύθι για παιδιά. Δεν έχουμε επιχειρήματα για το αντίθετο, παρά μόνο να θυμίσουμε τα λόγια του δικού μας Καζαντζάκη: “Ποιο αληθινά και από την αλήθεια είναι τα παραμύθια”.
Μακάρι οι βουλευτές να κρίνουν ότι η κορυφαία ιδιότητα τους είναι αυτή του εκπροσώπου των συμφερόντων όλων των πολιτών και να πραγματοποιήσουν αυτό το παραμύθι· την επανάσταση που θα στηρίξει τις αποφάσεις των πολιτών και όχι των κομματικών ηγετών τους.
Μακάρι η σωτηρία και η αναγέννηση της χώρας να είναι το αποτέλεσμα της επανάστασης των Βουλευτών και όχι των Πολιτών.
* Κατά τον αείμνηστο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Α. Μάνεση, “Η έννοια του πολιτεύματος συμπίπτει με την ουσιαστική έννοια του Συντάγματος”.