Στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι είναι ταγμένοι. Είτε διότι έχουν συνδέσει την επαγγελματική τους πορεία με κάποια πηγή εξουσίας, είτε γιατί η προσωπική τους ιδεολογία τούς φέρνει πιο κοντά σε κάποιον πολιτικό σχηματισμό, είτε απλώς για βιοποριστικούς λόγους. Μερικές φορές, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο διότι η χώρα μας είναι ένα μεγάλο χωριό, και όλοι γνωρίζουν κάποιον που ξέρει κάποιον άλλο, που μπορεί να ‘πιάσει’ έναν τρίτον. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι γράφουν πραγματικά αυτό που πιστεύουν και ακόμη πιο λίγοι το πράττουν με το πραγματικό τους όνομα.
Η έλευση του διαδικτύου έχει αλλάξει τα πράγματα σε ένα σημαντικό ζήτημα. Την αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων, η οποία αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κορποριστικής αντίληψης του επαγγέλματος (εμπορική δημοσιογραφία) είτε κάτω από συνθήκες αυστηρής κομματικής προπαγάνδας. Και μην πηγαίνει το μυαλό σας σε ακραίες εξαιρέσεις, όπως π.χ. το κομμουνιστικό κόμμα. Αυτά συμβαίνουν παντού.
Η αυτολογοκρισία κινείται ανοδικά όσο μεγαλώνει ο δημοσιογράφος, κορυφώνεται όταν έχει διανύσει 10-15 χρόνια εντός του επαγγέλματος (κάπου στη δεύτερη μεταγραφή) και φθίνει όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει, είτε επειδή, ως πιο έμπειρος έχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας, είτε λόγω του ότι η πλήρης εσωτερίκευσης των κανόνων προκαλεί και την συγκάλυψη του φαινομένου. Εξαίρεση αποτελούν οι πολύ υψηλά αμειβόμενοι συνάδελφοι, οι οποίοι, αν δεν έχουν φανατικό κοινό να τους στηρίξει (φαινόμενο σπάνιο στην Ελλάδα, γιατί γενικώς οι συμπολίτες μας δεν διαβάζουν), διατηρούν το υψηλό επίπεδο διαβίωσής τους με αντίτιμο την καθοδήγηση από το μεγάλο αφεντικό.
Η μεταφορά δημοσιογραφικού περιεχομένου στο διαδίκτυο έχει μεταβάλλει την καμπύλη εξέλιξης της αυτολογοκρισίας. Μικρές online επαναστάσεις περιεχομένου έχουν δημιουργήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, όπως, άλλωστε ταιριάζει στη δυναμική της νέας ψηφιακής πλατφόρμας. Η ψηφιακή ανάπτυξη, ως είναι φυσικό, έχει προκαλέσει αναστάτωση και στην συγκέντρωση, δόμηση και επεξεργασία των πληροφοριών, προκειμένου αυτές να ‘γίνουν ειδήσεις’. Η ασάφεια που υποδηλώνουν τα εισαγωγικά (η ακατάσχετη χρήση τους, by the way, αποτελεί τη νέα μάστιγα στα δημοσιογραφικά κείμενα) υποδηλώνει τη σχετικότητα της είδησης αυτής καθεαυτής. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι είδηση. Μερικές φορές – συνδυαζόμενη με τον σχολιασμό και τη διατύπωση γνώμης – μπορεί να είναι και παντελώς κατασκευασμένη με στόχο την πρόκληση εντυπώσεων, την αποσταθεροποίηση του στόχου, ή την σπορά αμφιβολιών ως προς την αποτελεσματικότητα μιας δράσης.
Αυτό συμβαίνει, βέβαια, τόσο off, όσο και on-line. Στη δε ψηφιακή περίπτωση, οι συνθήκες είναι ακόμη πιο ευαίσθητες από τις παραδοσιακές ‘φυλλάδες’ (εδώ τα εισαγωγικά δείχνουν εγκράτεια), δεδομένου ότι η δημοσίευση του περιεχομένου, αλλά και η μετέπειτα παραποίηση, που μπορεί να ακολουθήσει, απέχουν μόλις ένα κλικ.
Συχνότατα, τα ‘δημοσιευμένα’ (εδώ σπείρω την αμφιβολία) κομμάτια στο διαδίκτυο υπόκεινται σε μεταβολές και παρεμβάσεις, για τις οποίες δεν ενημερώνεται ο αναγνώστης (ένδειξη updated, αλλαγή ώρας κ.λπ.). Αυτό αναιρεί την ίδια την έννοια της δημοσίευσης, αδρανοποιεί τη δημοσιοποιητική αξία του Μέσου και καταργεί εξ ολοκλήρου την αρχειακή αξία των ιστοτόπων. Και αυτό διότι δικαίως μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: οι δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο είναι μόνιμες; Υπάρχουν ‘τελικά’ κείμενα σε online περιβάλλον, ή ο καθένας μπορεί να παίζει με το πρόγραμμα διαχείρισης περιεχομένου, ανάλογα με τις ορέξεις του;
Στις αναπτυσσόμενες – ψηφιακά – χώρες, όπως η Ελλάδα, τα προβλήματα είναι πολλά και δεν περιορίζονται μόνο στην κακοποίηση της δημοσιογραφίας. Επεκτείνονται στην κατάχρηση της ελευθεριότητας της εισόδου στην ψηφιακή αγορά, τον ανέξοδο βιασμό της λογικής των επιχειρημάτων και της αξιόπιστης διαχείρισης των πληροφοριών, με σκοπό την πρόκληση εντυπώσεων. Για τα κλικς, αλλά και για την εξυπηρέτηση πολιτικών ή καλύτερα, μικρο-κομματικών σκοπιμοτήτων.
Έτσι, σιγά σιγά συναντούμε ένα μικρό κομμάτι της ‘σκοτεινής’ πλευράς του διαδικτύου, όπου η ψηφιακή τεχνολογία δρα επιβαρυντικά προς το δημόσιο συμφέρον, αντιθετα από αυτό που θα περίμενε κανείς, οι ψηφιακές πλατφόρμες, δηλαδή, να δρουν απελευθερωτικά προς τον λόγο, τα επιχειρήματα και τις πληροφορίες, προς όφελος της κοινωνίας των πολιτών.
Η πιο σημαντική απ’ όλες τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της κατάχρησης του διαδικτύου διαμορφώνεται από την αυξανόμενη επίδραση του ίδιου του Μέσου στους νέους. Ήδη οι νεολαίες των κομμάτων ασχολούνται με μανία με τη διαδικτυακή προπαγάνδα. Η δε (τεχνική) ελευθεριότητα της δημοσίευσης κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Όχι βέβαια γιατί θα έπρεπε να ελεγχθεί από κάποιον. Σε καμμία περίπτωση.
Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις ανωτέρω έννοιες είναι μάλλον άγνωστο έδαφος για τις ντόπιες συνδικαλιστικές δημοσιογραφικές ενώσεις, το μόνο κριτήριο στον χώρο είναι η κοινωνική υπευθυνότητα και accountability (αμετάφραστο, γιατί το ‘λογοδοσία’ μού τη σπάει) που πρέπει να νοιώθει ο καθένας που διαθέτει πρόσβαση σε ατομικά ή δημόσια μέσα δημοσιοποίησης. Δηλαδή όλοι μας…