Κάθε τέτοιον καιρό, τα πρώτα κοτσύφια κάνουν την εμφάνισή τους στα δέντρα του Αθηνών. Στέκονται βιαστικά, εξερευνούν, γοητεύουν με τη λυγερότητά τους, κάποιες φορές τραγουδούν, ξαφνιάζοντάς μας και διαλύοντας, έστω για λίγο, τα σύννεφα σκέψης που τον καιρό αυτό μάς βαραίνουν.
Όπως εμφανίζονται, έτσι πετούν μακρύτερα, επιτείνοντας τη μελαγχολία εκείνων που θα ήθελαν να ξεκουράσουν το βλέμμα πάνω τους λίγο περισσότερο… αλλά τα κοτσύφια δεν πλησιάζουν πραγματικά, απλώς χαιρετούν τους ανθρώπους και συνεχίζουν το πέταγμά τους.
Τον Σταύρο Θεοδωράκη τον κοιτούσα πάντα με δυσπιστία. Κατά καιρούς μού άρεσαν οι λούμπεν δημοσιογραφικές του βόλτες στα παραπήγματα της κοινωνίας, αν και σχεδόν πάντοτε οι εκπομπές ολοκληρώνονταν χωρίς την απαιτούμενη στροφή προς το συμπέρασμα. Not quite there, yet, που λένε και οι Άγγλοι.
Δημοσιογραφικά οι καταγραφές του είναι ενδιαφέρουσες. Συνδυάζουν το on-the-road στυλ με ερωτήσεις άμεσες, οι οποίες, όμως, παραμένουν στο επίπεδο της συλλογής στοιχείων και μαρτυριών μέσα από το γοητευτικό βλέμμα της κάμερας, η οποία θωπεύει το θυμικό των κατά τόπους Ελλήνων – όμως, το intelect στοιχείο υπολείπεται, όταν έρχεται η ώρα της σύνθεσης.
Προσπαθώ να ξεχάσω την κακή στιγμή της συνέντευξης με τον Μιχαλολιάκο, κατά την οποία, δυστυχώς, το στακάτο μετα-μοντέρνο ύφος υπέστη (τηλεοπτική) ήττα βαριά από το Μανιάτη αρχι-Χρυσαυγίτη. Ήταν σαν μια στιγμή να συγκρούστηκαν δύο θολερές κουλτούρες και νίκησε η πιο μπρουτάλ.
“Το Ποτάμι” είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα στο βαθμό που δεν είναι αποτέλεσμα οργανωμένης προσπάθειας του “συστήματος” να “στήσει” αυτό -που εκείνοι που γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι- είναι αναγκαίο εδώ και καιρό: μία grassroots πρωτοβουλία, η οποία θα προσελκύσει, με αυθεντικό και άναρχο (δηλαδή, διαδικτυακό) τρόπο την προσοχή του κοινού, και με όπλα την απλότητα και την κοινή λογική θα αποτελέσει μοχλό πίεσης των ηθελημένα αδρανών (παλαιο)πολιτικών…
Ο Σταύρος είναι το νέο πρόσωπο στο πολιτικό σκηνικό. Μόλις τώρα άλλαξε σελίδα, αν και ο φράχτης μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής είναι απελπιστικά χαμηλός. Η απαιτούμενη τεχνοκρατική παρέα που θα μετατρέψει την κίνηση σε εναλλακτικό σχέδιο, προς το παρόν παραμένει στο παρασκήνιο.
“Δεν ξέρω πως να αρχίσω,” λέει με μεταμοντέρνα απλότητα στο μονόλογο μανιφέστο. “Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο…” θα συμπλήρωνε ο Νιόνιος με τα λόγια του κότσυφα.
Θα δούμε…