Γεννημένος στην Τυφλίδα το 1932, ο Αμπέλ Ανγκαμπενγκιάν υπήρξε ο κορυφαίος σύμβουλος του ηγέτη της Σοβιετικής Ενώσεως Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ήταν ο εμπνευστής της περεστρόϊκα, δηλαδή της φιλελευθεροποίησης της σοβιετικής οικονομικής πολιτικής –μία φιλελευθεροποίηση, βέβαια, που ήρθε πολύ καθυστερημένα και γι αυτό δεν μπόρεσε να πετύχει.
Με τον διάσημο επί εποχής Γκορμπατσώφ οικονομολόγο και ακαδημαϊκό συναντηθήκαμε δύο φορές. Την πρώτη στην Αθήνα, το 1990, με την ευκαιρία ενός διεθνούς οικονομολογικού συνεδρίου, και την δεύτερη στις Βρυξέλλες, το 2002, όπου είχε προσκληθεί από την Ένωση Γαλλόφωνων Βέλγων Οικονομολόγων. Στην πρώτη μας συνάντηση, ο καθηγητής Α. Ανγκαμπενγκιάν μάς εξήγησε επί μακρόν γιατί κατέρρεε η σοβιετική οικονομία. Στην δεύτερη συνομιλία μας, προφητικά ανέλυσε για ποιους λόγους χώρες όπως η Ελλάδα αποτελούσαν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτών των συζητήσεων, ο καθηγητής αναφέρθηκε στο κλεπτοκρατικό κράτος και στην δημοκρατική του νομιμοποίηση. Κατά τον ορισμό του, ένα κράτος είναι κλεπτοκρατικό όταν κάποιες πολιτικές και κομματικές συντεχνίες νέμονται τους πόρους του, χωρίς έλεγχο και υπό συνθήκες ουσιαστικής ανομίας. Έτσι, η κλεπτοκρατία είναι ένα κρατικό τέρας, χωρίς την ύπαρξη του οποίου η πολιτική εξουσία καλείται να καταρρεύσει. Πρόκειται για μία παράλληλη κοινωνία στην οποία βασιλεύει το βόλεμα, η αισχροκέρδεια, η εξαπάτηση και η αυθαίρετη καταπάτηση ανθρώπινων και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
«Στην Σοβιετική Ένωση, η λεηλασία, η υπεξαίρεση εμπορευμάτων, το παράνομο εμπόριο, οι δωροδοκίες και η απροκάλυπτη κλοπή αποτελούσαν κορυφαία οικονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία τελικά οδήγησαν και στην κατάρρευση ενός συστήματος που, από την φύση του, ήταν ανήθικο», μας έλεγε ο καθηγητής Α. Ανγκαμπενγκιάν.
Πολύ φοβούμεθα ότι οι ομοιότητες μεταξύ του πάλαι ποτε σοβιετικού κλεπτοκρατικού κράτους και της ελληνικής εκδοχής του είναι πολλές και επικίνδυνες για την οικονομία μας. Από την άποψη αυτή, αποκαλυπτικά είναι τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί σε διάφορες εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι μόνον.
Οι διάφοροι «ανησυχούντες» για το «ξεπούλημα ελληνικής γης» θα πρέπει να πληροφορηθούν ότι, κατά τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, απ την σύστασή της, σε σημερινές τιμές κτήσεως, στην Ελλάδα έχουν καταπατηθεί εκτάσεις αξίας 110 δισεκατ. ευρώ, ήτοι το 35% περίπου του συνολικού μας δημοσίου χρέους. Για ορισμένες από αυτές τις καταπατηθείσες εκτάσεις, τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως αποζημίωση είναι ζήτημα αν σωρευτικά αντιπροσωπεύουν περί τα 2,5 δισεκατ. ευρώ, κατανεμημένα σε 30 χρόνια.
Αν αυτή η λεηλασία εθνικού πλούτου δεν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, τότε οι «ανησυχούντες» για το «ξεπούλημα δημοσίου πλούτου» ας μάς πουν τί είναι. Εκτός και αν θεωρούν την κλοπή ως «κοινωνική κατάκτηση», όπως αυτό συνέβαινε με τους ανθρώπους της νομενκλατούρας στην Σοβιετική Ένωση.
Κατά τα λοιπά, η λεηλασία εθνικού πλούτου από τους εγχώριους άρπαγες προσφέρει πραγματική πανδαισία αριθμών. Αναφέρουμε μερικούς από αυτούς, για να ξέρουμε για ποια πράγματα μιλάμε όταν αναφέρονται οι «ανησυχούντες» στο «ξεπούλημα». Την περίοδο 1981-1989, οι τότε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, για να «ικανοποιήσουν» τα «δίκαια αιτήματα» 26.000 εργαζομένων που «εργάζονταν» σε επιχειρήσεις οι οποίες είχαν υπαχθεί στον αλήστου μνήμης Οργανισμό Αποκαταστάσεως Επιχειρήσεων, τους επιδότησαν με 130.000 ευρώ τον καθέναν –ποσόν που υπερέβαινε τότε έξι φορές το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα. Επίσης, κατά τις εκθέσεις ορκωτών λογιστών, στην διάρκεια της «αποκαταστάσεως» εξαφανίσθηκαν από τις επιχειρήσεις αυτές μηχανήματα, έπιπλα, οχήματα και αναλώσιμο υλικό της τάξεως των 29 εκατ. ευρώ σε σημερινή αξία.
Την τελευταία εικοσαετία, οι δηλωμένες απάτες στην Ελλάδα με γεωργικές κοινοτικές επιδοτήσεις φθάνουν αισίως τα 2,6 δισεκατ. ευρώ, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των μη δηλωμένων απατών. Ανεπισήμως, πάντως, εκτιμώνται σε άλλα 3,4 δισεκατ. ευρώ. Άγνωστες παραμένουν επίσης σε μεγάλο βαθμό οι καταχρήσεις κοινοτικών πόρων από τους διάφορους Δήμους της χώρας, με τις οποίες το επίσημο κράτος ουδέποτε δέησε να ασχοληθεί, παρά τις εκθέσεις και τις αυστηρές επισημάνσεις του αείμνηστου Νίκου Θέμελη, προέδρου τότε του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξάλλου, στο θαυμάσιο βιβλίο του με τίτλο «Τον Βίο Τετέλευκα», ο Ν.Θέμελης περιγράφει με τα πιο ζοφερά χρώματα τις κατασπαταλήσεις δημοσίου πλούτου, τις αμέτρητες παρανομίες στην διαχείριση των πόρων των φορολογουμένων και τις διάφορες κραυγαλέες οικονομικές ατασθαλίες στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Ποσοτική καταγραφή αυτής της περιγραφής, συν των πορισμάτων του κ. Λέανδρου Ρακιντζή στις τελευταίες εκθέσεις του, οδηγούν στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η ελληνική κλεπτοκρατία αντιπροσωπεύει το 35% του συνολικού δημοσίου χρέους μας. Σωρευτικά, δηλαδή, αγγίζει τα 100 δισεκατ. ευρώ. Ως φαίνεται, όμως, αυτό το νούμερο ποσώς ενοχλεί κάποιους θλιβερούς «υπερπατριώτες» –και γιατί να ενοχλούνται, όταν και οι ίδιοι έχουν πάρει μέρος στην σχετική ληστεία…
Υπό αυτές τις συνθήκες αρπαγής, λεηλασίας, χλευασμού της στοιχειώδους νοημοσύνης μας, καιρός είναι οι βολεμένοι, οι άρπαγες και οι κάθε είδους συντεχνιακές συμμορίες να αρχίσουν να καταβάλλουν το τίμημα της κραιπάλης. Αν αυτό δεν συμβεί, το τέλος της ελληνικής κλεπτοκρατικής δημοκρατίας επίκειται. Και θα είναι άσχημο.