Τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών έχουν σαφέστατα πολλαπλή ερμηνεία ως αναφορά στην επιρροή που αυτά ασκούν ή δύνανται μελλοντικά να ασκήσουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η τελική έκβαση της εκλογικής διαδικασίας φαίνεται πως επηρεάζει την ευρωπαϊκή Ένωση σε δύο επίπεδα, αυτό της οικονομικής διακυβέρνησης -και κατ’επέκτασιν της κρίσης χρέους-, αλλά και σε επίπεδο πολιτικής ολοκλήρωσης.
Η ισχνή επικράτηση του Μπερσάνι αλλά κυρίως η εντυπωσιακή αφενός επάνοδος του Μπερλουσκόνι σε υψηλά εκλογικά επίπεδα και αφετέρου η εντυπωσιακή ανάδειξη του κόμματος των πέντε αστέρων του Πέπε Γκρίλο σε τρίτο κόμμα είναι έκδηλα της ψήφου διαμαρτυρίας. Η Ιταλία είναι ακόμη μια χώρα, που εισέρχεται στο άτυπο γκρούπ των χωρών της Ένωσης που δυσκολεύονται να σχηματίσουν αυτοδύναμη και συμπαγή κυβέρνηση, γεγονός που έχει ισχυρό αντίκτυπο προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αποφάσεις που εκρέουν από αυτούς.
Σε ειδικότερο πλαίσιο ανάλυσης, σε πολιτικό επίπεδο, η δημοσκοπική και εκλογική άνοδος των Μπερλουσκόνι και Γκρίλο, δύο δηλαδή ηγετών που έθεσαν ξεκάθαρα εν αμφιβόλω την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, είναι ξεκάθαρο σημάδι διαμαρτυρικής ψήφου. Παρά τις όποιες αναλύσεις κάνουν λόγο για ραγδαία επέκταση του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, στο παράδειγμα της Ιταλίας κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η στήριξη των πολιτών στα κόμματα των Μπερλουσκόνι και Γκρίλο δεν αποτελεί επ ουδενί σημάδι δομικού ευρωσκεπτικισμού, όπως αυτός παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά ενός ευρωσκεπτικισμού διαμαρτυρίας κατά της λιτότητας. Η Ιταλία, είναι η χώρα που περνά πιο δυνατά από όλες τις υπόλοιπες, το μήνυμα ότι η πολιτική της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας πρέπει επιτέλους να δώσει την θέση της σε μια άλλη αναπτυξιακή δέσμη πολιτικών η οποία μάλιστα οφείλει να εκρέει από το ανώτατο αποφασιστικό όργανο της Ένωσης, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Μένοντας στα πολιτικά, έκδηλη της ψήφου διαμαρτυρίας είναι η χαμηλή εκλογική επίδοση του πρώην τεχνοκράτη πρωθυπουργού Μάριο Μόντι, του οποίου το νεοσυσταθέν πολιτικό κόμμα κατάφερε να συγκεντρώσει λιγότερο από 10% των ψήφων. Η ουσιαστική «απομάκρυνση» του Μόντι από μία πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας, έχει και αυτή με την σειρά της συνέπειες για την Ένωση και την πορεία της. Το άλλοτε δίδυμο Μόντι-Ντράγκι, που αποτελούσε το τελευταίο διάστημα έναν πυλώνα και ένα αντίβαρο των μέτρων λιτότητας εντός ευρωζώνης, δυστυχώς καταρρέει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως ήταν πεποίθηση των δύο Ιταλών η παρέμβαση της ΕΚΤ για παρέμβαση στη δευτερογενή αγορά ομολόγων των κρατών μελών που χειμάζονται από την κρίση χρέους, μια απόφαση που συζητήθηκε έντονα και θεωρήθηκε ως η αρχή του τέλους της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Κλείνοντας, σε οικονομικό επίπεδο, από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά τις ιταλικές εκλογές, έγινε φανερή η δυσαρέσκεια των αγορών σχετικά με το αποτέλεσμα, αφού αυξήθηκαν τα spreads στις διεθνείς αγορές δανεισμού, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τόσο την δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας όσο και της Ισπανίας, αλλά και της Πορτογαλίας που μόλις πριν από λίγες εβδομάδες ξαναβγήκε στις αγορές.
Συνοψίζοντας, είναι φανερή η τροχοπέδη που οι ιταλικές εκλογές έθεσαν στην διαδικασία της ολοκλήρωσης της Ένωσης σε όλα τα επίπεδα. Την εποχή όπου εκκολάπτεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η τραπεζική εποπτεία και το banking union και ενώ έχουν τεθεί επί τάπητος σχέδια πολιτικής ολοκλήρωσης όπως αυτό του κ. Ρομπέι στη σύνοδο κορυφής του Ιανουαρίου, η Ιταλία έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα προς τους Ευρωπαίους εταίρους της : Η Τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης ψήφισε με γνώμονα την αγανάκτηση. Είναι στο χέρι των ηγετών των κρατών μελών της Έ.Ε για την μορφή με την οποία θα εκλάβουν το εν λόγω μήνυμα. Η Ιταλία λοιπόν αποδεικνύεται ως ένας ισχυρός παράγοντας για την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αφού τα εκλογικά της αποτελέσματα φαίνεται πως επηρεάζουν καταλυτικά την διαδικασία ολοκλήρωσης. Αναμένεται να δούμε εάν αυτό θα γίνει με θετικό η αρνητικό αντίκτυπο.