Είναι σαφές, νομίζω, ότι τα τελευταία χρόνια καταφέραμε (οι περισσότεροι από εμάς) να απογαλακτισθούμε από τα στερεότυπα της εγχώριας πολιτικής: μεταπολίτευση, δεξιά, αριστερά, ακροδεξιά, άκρα αριστερά, κ.λπ., φαντάζουν αποσπάσματα ρητορίας μιας άλλης εποχής. Ασχέτως αν εκφέρονται από σύγχρονους ανθρώπους, οι οποίοι, την περίοδο αυτή κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή. Ακόμη και το ‘κέντρο’, που ήταν τής μόδας την προηγούμενη δεκαετία εκφυλίστηκε σε ‘μεσαίο χώρο’ και εξαφανίστηκε ως ρητορεία και ως τάση όταν έπαψε να είναι εκλογικά χρήσιμο.
Πριν από τρία χρόνια, η κρίση έσκασε στα χέρια του Γ. Παπανδρέου. Ήταν αποτέλεσμα, όμως, ολιγωρίας πολλών ετών. Ο Καρακούσης στο tovima.gr μπορεί να διηγηθεί την εθνική αποτυχία κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης σε λίγες παραγράφους. Έγραφε πριν από λίγο καιρό (3.2.2013): “Το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε την εξουσία υποσχόμενος την ‘αλλαγή’ και πολλά άλλα. Η πολιτική αλλαγή όντως επήλθε, έγιναν και κάποια από εκείνα που είχε υποσχεθεί, αλλά τα περισσότερα έμειναν ανεκπλήρωτα ή απεδείχθησαν ατελέσφορα… Η πραγματική αλλαγή επιχειρήθηκε μετά το 1985, όταν η δική του οικονομική πολιτική κατέρρευσε και αποδέχθηκε εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προσέφερε και τη χρηματοδότηση διάσωσης της οικονομίας. Τότε με το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης όπως το βάφτισε ο Κώστας Σημίτης – υπουργός Εθνικής Οικονομίας του Ανδρέα Παπανδρέου – έγιναν τα πρώτα μεγάλα βήματα απελευθέρωσης και επιχειρήθηκε ο έλεγχος των δημοσίων οικονομικών. Εκείνο το πρόγραμμα ήταν τριετές και στην προμετωπίδα έφερε το σύνθημα ‘Καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε’.”
Συνεχίζει: “Ο πρώτος χρόνος του προγράμματος που εφάρμοσε ο Κώστας Σημίτης διακρίθηκε από τα σκληρά μέτρα που προέβλεπε και από τις πολλές αντιδράσεις. Ο δεύτερος χρόνος ήταν υποτονικός, αλλά κάτι πήγε να αρχίσει στη ζώνη της ανάπτυξης. Ο τρίτος χρόνος του προγράμματος ήταν αφιερωμένος στη διόρθωση των δημοσίων οικονομικών. Στο τέλος του 1987 κυριάρχησαν οι διαμάχες για τον προϋπολογισμό, τους φόρους και τα έσοδα της φοροδιαφυγής. Ο Σημίτης επέμεινε, ο Τσοβόλας έκανε αντίσταση, ο Κουτσόγιωργας, ο Ακης και οι υπόλοιποι σιγοντάριζαν γιατί δεν άντεχαν την επιτυχία του τότε τσάρου της οικονομίας και έτσι κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού ο Παπανδρέου απέπεμψε τον Σημίτη. Τα πλήθη ικανοποιήθηκαν γιατί έφυγε ο «άκαρδος» υπουργός Εθνικής Οικονομίας, αλλά το 1988 τα σκάνδαλα κυριάρχησαν και τα δημόσια οικονομικά εκτροχιάστηκαν. Στις εκλογές του 1989 ο Παπανδρέου είπε εκείνο το αμίμητο ‘Τσοβόλα δώσ’ τα όλα’ και η εκδίκηση των ελλειμμάτων δεν άργησε να έλθει. Στις αρχές του 1990 το ελληνικό κράτος είχε ξεμείνει από λεφτά και έφθασε να προσφέρει επιτόκιο 27% για να πληρώνει μισθούς και συντάξεις.
Η επόμενη απόπειρα δημοσιονομικής εξυγίανσης από τον Κ. Μητσοτάκη έμεινε επίσης στη μέση για πολιτικούς λόγους. Εκείνη που ανέλαβε ο Αλέκος Παπαδόπουλος το 1994 χάθηκε το 1997 επειδή επικράτησαν υπερφίαλες αντιλήψεις στην τότε ηγέτιδα πολιτική τάξη. Εκτοτε μόνο ατελείς προσπάθειες ανελήφθησαν και έτσι φθάσαμε στο σημερινό χάλι της χρεοκοπίας…”
Σε μία παραπλήσια, δική μας ανάγνωση (που περιλαμβάνει και όσους ηγέτες δεν αναφέρθησαν), τα προηγούμενα μεταφράζονται σε: ελλείμματα, πελατειακό κράτος, μεγαλύτερα ελλείμματα, λαϊκισμό, χαμένες ευκαιρίες, ατολμία, πολιτικό ερασιτεχνισμό.
Για τον ξένο τεχνοκράτη και επιστήμονα, η Ελλάδα αποτελεί μυστήριο. Όταν η υπόθεση εργασίας υποχρεωτικά εντάσσει τη χώρα στην ευρωζώνη, η απελπισία του αναλυτή μεγαλώνει. Στο μυαλό του, τα σενάρια καταστροφής αγγίζουν τη βεβαιότητα. Βέβαια, όσοι νομπελίστες υποσχέθηκαν στους επενδυτές την χρεοκοπία της Ελλάδας έπεσαν έξω. Πρόσφατα, ένας από αυτούς υποχρεώθηκε να παραδεχθεί δημοσίως ότι η εκτίμησή του ήταν λανθασμένη. Ήταν όμως;
Επιστημονικά δεν ήταν καθόλου λάθος γιατί όπως και να το εξετάσουν, τα νούμερα ‘δεν βγαίνουν’. Κι ας επιμένει ο Στουρνάρας ότι εντός του έτους, άντε στις αρχές 2014, θα υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα. Τί σημαίνει όμως αυτό; Τίποτε παραπάνω από το ότι θα σταματήσουμε να δανειζόμαστε για τα προς το ζειν. Μετά ακολουθεί η αναγκαία ραγδαία μείωση του χρέους, που αν δεν επιτευχθεί με νέο κούρεμα, απαιτεί καλπασμό του ΑΕΠ για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Τόσο οι νομπελίστες, όσο και οι εγχώριοι πολιτικολογούντες οικονομολόγοι (Στουρνάρας, Μηλιός, Βαρουφάκης κ.λπ.) θα πρέπει να παραδεχθούν ότι αυτά είναι δύσκολα πράγματα για μία χώρα στην οποία το εκάστοτε κυβερνών κόμμα θεωρεί τους πολίτες (και τα επαγγέλματά τους) ως εκλογικά κοινά και πολιτεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του εκλογικού κύκλου. Και βέβαια, αυτή τη φορά η ανάπτυξη δεν θα έρθει με την αύξηση της κατανάλωσης των ιθαγενών. Πάνε αυτά. Οι πιστωτικές κάρτες με τα ληστρικά επιτόκια, και τα εποχικά καταναλωτικά δάνεια που τροφοδοτούσαν την αγορά και τα εύκολα κέρδη των τραπεζών αποτελούν παρελθόν.
Η ανάπτυξη θα προκύψει από σοβαρές και καινοτόμες επενδύσεις, που θα προσελκύσουν ποιοτικούς επισκέπτες (εποχικούς αλλά και σε μόνιμη βάση) και θα παράξουν προϊόντα και υπηρεσίες με στόχο τις αγορές του εξωτερικού. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί (τη γνωστή σε όλους μας) ‘αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας’, και προϋποθέτει καινοτομία, πρωτοτυπία, σχέδιο, σοβαρότητα και -βέβαια- επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα.
Αυτά δεν αποτελούν ιδεολογικό ζήτημα. Είναι απλώς ζήτημα αποτελεσματικότητας, προκειμένου η χώρα να είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, τα οποία -σε μεγάλο βαθμό- είναι ανεξάρτητα της δράσης των Ελλήνων. Τα υπόλοιπα είναι κακής ποιότητας προπαγάνδα, διαφορετικής προέλευσης, είτε λόγω συμφέροντος, είτε λόγω ανάγκης ομαδικής ψυχοθεραπείας εντός κομματικών τειχών, ανάλογα από που το βλέπει ο καθένας.
Η διέξοδος από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων, της αποτυχίας και του μέτριου πολιτικού προσωπικού απαιτεί δραστικές λύσεις. Κυρίως απαιτεί μεγάλη μερίδα Ελλήνων πολιτικών να αποφασίσει να θυσιαστεί στο βωμό της διαχείρισης της κρίσης.
Αυτό θα αποτελέσει την αρχή της επίλυσης του ελληνικού προβλήματος.