Μήπως το γνωστό βρεταννικό περιοδικό έχει δίκιο; Μήπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) εξελίσσεται σε μια νέα Ιαπωνία –δηλαδή, σε μία πολιτικο-οικονομική οντότητα χωρίς ηγετικές προσωπικότητες και, κυρίως, χωρίς την βούληση να ξεφύγει από το χθες; Τα ερωτήματα αυτά βρίσκονται τον τελευταίο καιρό στο προσκήνιο και αποτελούν πλέον αντικείμενο σοβαρότατου προβληματισμού για κάθε σκεπτόμενο Ευρωπαίο. Προβληματισμός ο οποίος γίνεται όλο και επίκαιρος από την στιγμή που, άμεσοι πλέον, κίνδυνοι απειλούν την οικονομική και νομισματική Ευρώπη.
Έτσι, πέρα από το γενικότερο ερώτημα για το μέλλον του ευρωπαϊκού οράματος, τις τελευταίες ημέρες οι αγορές δείχνουν να χάνουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης, και άρα στο ευρώ, που είναι ωστόσο το δεύτερο αποταμιευτικό νόμισμα στον κόσμο, μετά το δολλάριο. Μετά την χρεοκοπημένη Ελλάδα και τις προβληματικές Ιρλανδία και Πορτογαλία, σφοδρές επιθέσεις από τις αγορές δέχθηκαν Ισπανία και Ιταλία, με τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων τους να φθάνουν στο 6,15%, ήτοι στα προ της υιοθετήσεως του ευρώ επίπεδα. Το αν η εξέλιξη αυτή είναι κερδοσκοπική ή όχι, καμμία απολύτως σημασία δεν έχει. Για την ώρα και μέχρι νεωτέρας έτσι λειτουργούν οι αγορές, κάτι που από χρόνια γνωρίζουν όλοι όσοι επωφελήθηκαν από αυτές.
Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, όπως επισημαίνουν έγκυροι οικονομικοί αναλυτές, ένας από τους βασικούς κανόνες της ΟΝΕ που προέβλεπε ότι η διαφορά του κόστους δανεισμού των χωρών μελών (spread) δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 200 μ.β., έχει ντε φάκτο καταργηθεί, οδηγώντας χώρες και επιχειρήσεις σε πανάκριβο δανεισμό. Γίνεται, έτσι, ευρύτατα λόγος για υπαρξιακή κρίση της ΕΕ, διότι τα κόστη δανεισμού όχι μόνον μικρών και ευάλωτων οικονομιών, αλλά και αυτών που βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωζώνης, έχουν πλέον εκτιναχθεί σε επίπεδα υπό ανάπτυξη χωρών της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Η εξέλιξη αυτή αναιρεί ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του ευρώ, αυτό της “φθηνής” ανάπτυξης –ένα πλεονέκτημα, εξάλλου, που η Ελλάδα μετέτρεψε σε κατά κόρον “φθηνή” κατανάλωση με δανεικά. Ακόμα χειρότερα, η ανοχή των κοινοτικών θεσμικών οργάνων στις ελληνικές παραβιάσεις συμφωνιών, κανόνων και κοινοτικής νομοθεσίας με την αιτιολογία ότι η ελληνική οικονομία ήταν μόνον το 2% της αντίστοιχης ευρωπαϊκής, σήμερα αποδεικνύεται πολύ υψηλού κόστους σε όλα τα επίπεδα. Κατά κύριο δε λόγο, η επέκταση του “ελληνικού ιού” στην ευρωζώνη αλλοιώνει επικινδύνως και τα χαρακτηριστικά της τελευταίας και, ταυτοχρόνως, υπονομεύει το αναπτυξιακό μέλλον της ΕΕ, το οποίο και πριν την κρίση δεν ήταν πολύ φωτεινό.
Για να υπάρξει ανάπτυξη, είναι γνωστό ότι χρειάζονται χαμηλά επιτόκια. Γι αυτό η σύγκλιση των επιτοκίων ήταν ένα από τα σημαντικά κριτήρια εντάξεως των χωρών στην ΟΝΕ. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που προηγήθηκε της πρακτικής υλοποίησης της ΟΝΕ, απαιτούσε, πέραν των άλλων, τα επιτόκια των υποψηφίων προς ένταξη χωρών να απέχουν το πολύ 200 μονάδες βάσης από το επιτόκιο αναφοράς των δεκαετών γερμανικών ομολόγων. Έπρεπε δε να έχουν κατακτήσει τέτοιες ελάχιστες διαφορές τα τελευταία δύο χρόνια πριν την ένταξη. Αυτό σήμερα δεν ισχύει. Στην παρούσα φάση παρατηρούμε διπλάσιες διαφορές επιτοκίων για σημαντικές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, πράγμα που αναιρεί την ίδια την σύγκλιση των οικονομιών. Είναι σαν να έχουμε, σε περιβάλλον ευρώ, επιτόκια πεσέτας για την Ισπανία και λιρέτας για την Ιταλία –και δεν μιλάμε για την Ελλάδα, η οποία εδώ και καιρό δουλεύει με επιτόκια δραχμής. Συνεπώς, όπως παρατηρούν οι αναλυτές, αν διατηρηθούν επί μακρόν αυτές οι διαφορές επιτοκίων, τα χρέη πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών καθίστανται μη βιώσιμα και επιπλέον αλλοιώνονται οι συνθήκες ανταγωνισμού στην ευρωζώνη και δημιουργούνται προϋποθέσεις φυγόκεντρων τάσεων στο περιβάλλον της.
Πρόκειται για μία πολύ δυσάρεστη κατάσταση διότι, σε μεσοπρόθεσμη βάση και στον βαθμό που η σημερινή ανισορροπία διατηρηθεί, τίθεται πλέον πολύ σοβαρό θέμα επιβιώσεως αυτής της ίδιας της ευρωζώνης. Με άλλα λόγια τίθεται ένα σοβαρότατο πολιτικό πρόβλημα, το οποίο η ΕΕ έως σήμερα δεν θέλει να δει κατάματα. Πρόκειται για δραματικό λάθος, που δείχνει και την απόσταση που χωρίζει πλέον την σύγχρονη οικονομία από την πολιτική.
Κορυφαίοι οικονομολόγοι επισημαίνουν επί καθημερινής πλέον βάσεως ότι, στην σημερινή εποχή της χρηματοοικονομική εκρήξεως, οι διεθνείς αγορές χρήματος κινούνται πλέον με μεγαλύτερη ταχύτητα από τις κυβερνήσεις, ήτοι από την πολιτική εξουσία. Ακόμα, έχουν ξεκάθαρους στόχους, διαθέτουν ισχυρή δύναμη πυρός και αριστεύουν σε επικοινωνιακό επίπεδο. Μπορούν έτσι να κτίζουν επιχειρήματα πριν εξελιχθούν τα γεγονότα –τα οποία και ελέγχουν. Σε μεγάλο λοιπόν βαθμό, στο σημερινό «μπρα ντε φερ» πολιτικής και αγορών οι τελευταίες αποδεικνύουν ότι είναι πιο δυνατές.
Η πρόκληση είναι πολύ μεγάλη για την Ευρώπη. Μια Ευρώπη η οποία, πέρα από τα σοβαρά χρηματοοικονομικά της προβλήματα, έχει να αντιμετωπίσει και σοβαρό πρόβλημα ταυτότητος. Και αυτό είναι επίσης ένα σοβαρότατο ζήτημα. Από οικονομικής πλευράς, πάντως, αν το κλίμα παραμείνει ως έχει και ο Ευρωπαίοι ηγέτες παραμείνουν διστακτικοί και επιφυλακτικοί στην λήψη δραστικών και οραματικών αποφάσεων, σύντομα θα τεθεί το δίλημμα της ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης ή της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα. Στην δεύτερη περίπτωση, η ελληνική οκονομία θα πάει σίγουρα πενήντα χρόνια πίσω –και ας λέει ό,τι θέλει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).