Σε μια υποθετική έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και επιστροφής της στη δραχμή, το νέο νόμισμα θα πρέπει να υποτιμηθεί δραστικά σε ποσοστό 120% προς το ευρώ, ώστε να συμβάλει στη μείωση των ελλειμμάτων της χώρας. Οι εκτιμήσεις ανήκουν στο ερευνητικό ίδρυμα Roubini Global Economics. Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει μια απόκλιση από το ανά μονάδα εργατικό κόστος σε ποσοστό 38% συγκριτικά με την Ευρωζώνη και κατά 62% από το αντίστοιχο της Γερμανίας. “Η ανάλυσή μας υποδηλώνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να περιορίσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με μια κατά προσέγγιση υποτίμηση σε ποσοστό 50%, υπό τον όρο πως όλες οι υπόλοιπες παράμετροι διατηρούνται αμετάβλητες”, επισημαίνει ο διευθυντής συναλλαγματικής στρατηγικής του ιδρύματος, Mάικλ Χαρτ.
Εντούτοις, οι αγορές εξαιτίας της κρίσης πλέον δείχνουν πολύ λιγότερη επιείκεια, οπότε και το 50% δεν θεωρείται πιθανό.
Με μια πραγματική ισοτιμία δραχμής-ευρώ 120% ασθενέστερη από την ισχύουσα, το ευρώ θα ενδυναμωθεί 2,2 φορές συγκριτικά με την αρχική ισοτιμία ευρώ/δραχμής (περίπου 750 δραχμές προς 1 ευρώ). Αυτό το ποσοστό δεν θεωρείται ούτε παράλογο ούτε υπερβολικό, εφόσον θα αντιμετωπίσει άμεσα τα βάρη της χώρας. Επίσης, μπορεί να θεωρηθεί απλώς σημείο εκκίνησης, εάν μία επιτάχυνση του πληθωρισμού εξαλείψει τα αρχικά οφέλη. Ο κ. Χαρτ επικαλείται την πρόσφατη εμπειρία. Στη Βραζιλία το 1999 η αποδέσμευση του ρεάλ από το δολάριο προκάλεσε αρχικά υποτίμηση 78%, κυρίως λόγω ενός περιβάλλοντος με υποτονική εγχώρια ζήτηση και μειωμένες πληθωριστικές πιέσεις. H περιορισμένη κινητικότητα στη χρηματαγορά σήμαινε πως η οικονομική προσαρμογή της χώρας αποδείχθηκε εξαιρετικά παρατεταμένη. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών χρειάστηκε ένα χρόνο για να ισοσκελιστεί και δύο χρόνια για να εμφανίσει το ανώτατο πλεόνασμά του.
Στη Βραζιλία στα επόμενα τέσσερα χρόνια και καθ’ οδόν προς την εκλογή του τότε προέδρου της χώρας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, το ρεάλ εξασθένησε κατά 230% συνολικά το εν λόγω διάστημα. Αντίστοιχες εμπειρίες στις αναδυόμενες οικονομίες με την αποδέσμευση του εθνικού τους νομίσματος από την 1/1 ισοτιμία προς ένα διεθνές ισχυρό νόμισμα, φανερώνουν πως τυπικά τέτοιες κινήσεις χρειάζονται ένα έως τρία τρίμηνα να αποδώσουν. Κατά το ίδρυμα Roubini Global Economics, η υποτίμηση του εκάστοτε νομίσματος δεν ήταν κάτω του 100%, συνήθως άγγιζε το 300% και δυνητικά μπορούσε να φθάσει έως και το 600%.
Εάν οι αγορές απαιτήσουν από την Ελλάδα να μειωθούν οι καθαρές οφειλές του Δημοσίου προς τρίτους ύψους 220 δισ. ευρώ μέσα σε δύο χρόνια κατά το ήμισυ (υπόθεση λογική, εάν σκεφθεί κανείς ότι το “κούρεμα” αναμένεται κατ’ ελάχιστον στο 50%), αυτό απαιτεί πλεόνασμα. Συγκεκριμένα, επεξηγεί ο διευθυντής συναλλαγματικής στρατηγικής του ιδρύματος, Μάικλ Χαρτ, θα απαιτηθεί στροφή σε πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ύψους 55 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Διευκολύνοντας τον συλλογισμό και θεωρώντας αμετάβλητες τις λοιπές παραμέτρους, αυτή η στροφή υπαγορεύει την ισοτιμία της δραχμής στο 120% κατ’ ελάχιστο. Ο λόγος, όπως εξηγεί, τέλος, ο κ. Χαρτ, είναι ο εξής: Στην πραγματικότητα μετά την απελευθέρωση της ισοτιμίας, ο πληθωρισμός επιταχύνεται σημαντικά, ενώ η αρχική υποτίμηση ακυρώνεται και διευρύνεται. Ακολουθεί -ακόμα και σε συνθήκες ύφεσης- μία αλληλοτροφοδοτούμενη άνοδος τιμών και μισθών. Η τελική έκβαση θα εξαρτηθεί από το πόσο χρόνο θα χρειαστεί η κυβέρνηση ή η κεντρική τράπεζα να ανακόψει την πορεία με συγκεκριμένα μέτρα.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 1.10.2011