O “Πλούτος” είναι η τελευταία κωμωδία που ο Αριστοφάνης παρουσίασε με το όνομά του. Παίχτηκε το 388 π.Χ., όταν η παρακμιακή πορεία στην οποία είχε εισέλθει η Αθηναϊκή Δημοκρατία, εξαιτίας των ατυχών πολέμων και της κακής διακυβέρνησης, βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Επιπλέον, ο πόλεμος που είχαν αρχίσει οι Αθηναίοι το 395 (με συμμάχους τη Θήβα, την Κόρινθο και το Άργος) για να αποτινάξουν τον ζυγό των Λακεδαιμονίων βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, απορροφούσε το δημόσιο χρήμα και παρεκώλυε το εμπόριο, μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες των Αθηναίων.
Την εποχή εκείνη οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στο κλεινόν άστυ ήταν άθλιες, με κύρια χαρακτηριστικά την ασυγκράτητη δημαγωγία, τον νεοπλουτισμό και την κραυγαλέα οικονομική ανισότητα. Οι ηθικές και εθνικές αξίες δεν ενέπνεαν πλέον τους Αθηναίους πολίτες και ο καθένας ζούσε μόνον για τον εαυτό του. Τίποτα δεν εκτιμούσαν περισσότερο από το χρήμα και τις απολαύσεις που αυτό μπορούσε να προσφέρει και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να το αποκτήσουν.
Η ισχύς και ο πλούτος είχαν περιέλθει στα χέρια ολίγων ασυνείδητων πολιτικών που κολάκευαν τα πιο ταπεινά ένστικτα του αθηναϊκού λαού για να τον απατήσουν και να αναρριχηθούν στην εξουσία ή για να παραμείνουν σ’ αυτήν. Και μαζί με αυτούς, στα χέρια των ευνοουμένων τους: κολάκων, τυχοδιωκτών, ραδιούργων, τοκογλύφων, συκοφαντών και άλλων του ιδίου φυράματος πολιτών. Αντίθετα, ήταν πολύ δύσκολο για τους αγαθούς, τίμιους και εργατικούς πολίτες να επιζήσουν με τη δουλειά τους. Δεν ήταν δε λίγοι αυτοί που εύχονταν τη συνέχιση του πολέμου για να μην χάσουν τον στρατιωτικό μισθό που ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Ενώ η αδιαφορία της πλειονότητας των πολιτών για τα κοινά τούς κρατούσε μακριά από την εκκλησία του δήμου, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η καθιέρωση επιμίσθιου ενός οβολού για κάθε παρουσία τους, το οποίο αυξήθηκε αργότερα σε τρεις οβολούς.
Έτσι είχαν τα πράγματα στην Αθηναϊκή Πολιτεία όταν (σύμφωνα με τον “Πλούτο” του Αριστοφάνη) ο Χρωμύλος, ένας αγαθός, τίμιος και εργατικός Αθηναίος πολίτης, διερωτάται για το τι πρέπει να κάνει με τον γιο του: να τον προτρέψει να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του και να φυτοζωεί δουλεύοντας σκληρά και μένοντας τίμιος ή να τον παροτρύνει να γίνει κι αυτός ένας ασυνείδητος και αδίστακτος κατεργάρης, ώστε με τον τρόπο αυτόν να κατορθώσει ν’ αποκτήσει γρήγορα και εύκολα πλούτο κι έτσι να ζει άνετα και χωρίς κόπο;
Μην μπορώντας ο ίδιος να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό, αποφασίζει να προσφύγει στο Μαντείο για να πάρει τη γνώμη του Απόλλωνα. Και ο Απόλλων, αντί να του δώσει ευθεία απάντηση, τον συμβούλεψε να ακολουθήσει τον πρώτο άνθρωπο που θα βρει μπροστά του βγαίνοντας από τον ναό. Έτυχε δε ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισε να είναι ένας τυφλός γέρος, ο οποίος αρνήθηκε στην αρχή να πει το όνομά του, αλλά μετά από έντονη πίεση του Χρωμύλου και του δούλου του, αναγκάστηκε να τους αποκαλύψει ότι είναι ο Πλούτος, ο θεός της Ευπορίας, γιος της Δήμητρας (σύμβολο της καλλιέργειας της γης) και του Ιασίωνα (σύμβολο της βροχής που κάνει τη γη να καρπίζει). Και πρόσθεσε, ότι, επειδή όταν είχε το φως του ευνοούσε τους τίμιους και εργατικούς ανθρώπους, η συμπεριφορά του αυτή εξόργισε τον Δία, ο οποίος δεν ήθελε να συμβαδίζει πάντοτε η ευπορία με την αξία του ανθρώπου και γι’ αυτό τον τύφλωσε. Από τότε περιέρχεται τη γη και μοιράζει ασύνετα τα πλούτη σε όποιους τον πλησιάζουν, αδιακρίτως αν είναι εργατικοί ή τεμπέληδες, δίκαιοι ή άδικοι, τίμιοι ή απατεώνες.
Ο Χρωμύλος, ακούγοντάς τα λόγια του Πλούτου, του υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε να θεραπεύσει την τύφλα του, αρκεί αυτός να δεχόταν να φιλοξενηθεί στο σπίτι του, όπου θα είχε την ευκαιρία να συναντήσει πολλούς δίκαιους και εργατικούς αλλά πάμφτωχους ανθρώπους και να τους κάνει ευτυχισμένους. Ο Πλούτος δέχτηκε. Όταν το καλό νέο διαδόθηκε, δεν άργησαν να καταφθάσουν όλοι οι αδικημένοι πολίτες στο σπίτι του Χρωμύλου. Στην αρχή ήταν δύσπιστοι, αλλά μετά ξέσπασαν σε ασυγκράτητους πανηγυρισμούς. Εκεί όμως που δεν το περίμεναν, καταφθάνει μαινόμενη η Πενία, η οποία τούς μέμφεται διότι, όπως λέει, δεν καταλαβαίνουν πως η φτώχεια είναι η ευεργέτιδα των ανθρώπων επειδή αυτή είναι που τους παρακινεί να εργάζονται και να αποκτούν άνεση και ευτυχία με τίμιο τρόπο, ενώ ο εύκολος πλουτισμός φέρνει την οκνηρία, αποχαυνώνει το πνεύμα και εξασθενίζει το σώμα. Αυτοί όμως ούτε θέλουν να την ακούσουν. Πεπεισμένοι ότι τα λόγια της Πενίας έρχονται από μια άλλη εποχή, οπότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά, την ειρωνεύονται και τη διώχνουν. Και αμέσως μετά ο Χρωμύλος οδηγεί τον Πλούτο στον Ασκληπιό για θεραπεία και αυτός ξαναβρίσκει το φως του. Έτσι δημιουργείται μια νέα τάξη πραγμάτων, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την οργή αυτών που είχαν καταφέρει να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι την τύφλα του θεού Πλούτου, αλλά ταυτόχρονα και τη γελοιοποίησή τους. Ακόμα και ο Ερμής, ο θεός των κλεφτών και των επιόρκων, αναγκάζεται τώρα να εργάζεται τίμια και σκληρά, καθαρίζοντας το πηγάδι του Χρωμύλου.
Ο αλληγορικός τρόπος (άλλα λέει και άλλα εννοεί) με τον οποίο o ποιητής περιγράφει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθηναϊκή Δημοκρατία στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα και την αιτία ανισοκατανομής του πλούτου, θα μπορούσε να εμπνεύσει και ποιητές της σημερινής εποχής. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Το φαινόμενο της προκλητικής ανισοκατανομής του εισοδήματος στη σύγχρονη Ελλάδα είναι σε όλους γνωστό, όπως γνωστοί είναι και μηχανισμοί που το έχουν δημιουργήσει, το συντηρούν και το οξύνουν. Και υπεύθυνος για το φαινόμενο αυτό δεν είναι κανένας τυφλός θεός, αλλά οι πολιτικοί άρχοντες.
Αλλά το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται (σύμφωνα με την Αριστοφάνειο λογική), δεν είναι η ανισοκατανομή του πλούτου αυτή καθεαυτή, αλλά αν αυτή συμβαδίζει με το ποιόν του ανθρώπου. Δηλαδή, πιο παραστατικά, αν, στον σχετικό δείκτη ανισοκατανομής (εισοδηματική σχέση μεταξύ πλουσίων και φτωχών πολιτών), αυτοί που βρίσκονται στον αριθμητή (οι πλουσιότεροι) είναι οι δίκαιοι, έντιμοι και εργατικοί και αυτοί που βρίσκονται στον παρονομαστή (οι φτωχότεροι) είναι οι άδικοι, απατεώνες και τεμπέληδες.
Επ’ αυτού, κρίνοντας από όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητος και όσα καθημερινώς αποκαλύπτονται, θα πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει, και μάλιστα σε πρωτόγνωρες για την ελληνική κοινωνία διαστάσεις. Επιβεβαιώνεται έτσι η υποψία ότι, μολονότι ο θεός Πλούτος έπαψε πια να είναι τυφλός, οι σύγχρονοι κατεργάρηδες και απατεώνες έχουν εφεύρει κατάλληλους μηχανισμούς για να τον παραπλανούν και να τον προσεγγίζουν χωρίς αυτός να υποπτεύεται το ποιόν τους. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι η αδιαφανής διαπλοκή μεταξύ πολιτικών από το ένα μέρος και επιχειρηματικών ή φατριαρχικών συμφερόντων από το άλλο. Ήτοι, μεγαλοεργολάβων και προμηθευτών του δημοσίου-κατόχων ΜΜΕ και πανίσχυρων συνδικαλιστικών ενώσεων κρατικοδίαιτων πολιτών, αντίστοιχα.
Έτσι, ο ιός της διαπλοκής φαίνεται να έχει σήμερα προσβάλει ολόκληρο τον κρατικό τομέα, σπέρνοντας τη διαφθορά (κόρη της διαπλοκής) σε καίριες για το Δημόσιο δραστηριότητες και εις βάρος του ανυπεράσπιστου κοινωνικού συνόλου. Και το χειρότερο είναι, όπως έχει πολλές φορές αποδειχθεί, ότι η ανίχνευση της διαπλοκής και της διαφθοράς έχει καταστεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, με συνέπεια οι υπεύθυνοι να μένουν ατιμώρητοι και ο πλούτος που αποκομίζουν να θεωρείται νόμιμος.