Για να καταλάβουν την κοινωνία, οι αρχαίοι συχνά τη συνέκριναν με τον ανθρώπινο οργανισμό. Μου έρχεται στον νου η σκηνή στον βίο του Κοριολανού, του Πλουτάρχου, όπου ο Μενένιος Αγρίππας λέει στους πολίτες που διαμαρτύρονταν για τα προνόμια της συγκλήτου ετούτη την παραβολή: “Κάποτε τα όργανα του σώματος επαναστάτησαν κατά του στομαχιού, κατηγορώντας το ότι τεμπελιάζει, ενώ τα υπόλοιπα εργάζονται να το θρέφουν. Μα το στομάχι γέλασε με την αφέλειά τους, και εξήγησε ότι την τροφή την παίρνει μονάχα για να τη μοιράσει δίκαια στα υπόλοιπα όργανα”. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Αγρίππας, οι συγκλητικοί αδίκως κατηγορούνται ότι δεν παράγουν τίποτε. Εργο τους, όπως του στομαχιού, είναι να φροντίζουν να λειτουργεί εύρυθμα η υπόλοιπη κοινωνία.
Θα ήθελα να τολμήσω κι εγώ μια παρόμοια αναλογία, όχι όμως για να υποστηρίξω τους δικούς μας συγκλητικούς, τους βουλευτές, μα για να καταλάβω την κατάστασή μας γενικότερα. Αντί, όμως, για όργανα σωματικά διαλέγω τα ψυχικά, βάσει του γνωστού διαχωρισμού του Φρόιντ, της ψυχικής λειτουργίας σε τρία μέρη. Βάσει αυτού, απλουστεύοντας κάπως, το πρώτο, που αποδίδεται ελληνικά ως “Αυτό” (το λατινικό id) είναι περίπου ισοδύναμο με τις ενορμήσεις, τα βιολογικά κυρίως ένστικτα· το δεύτερο, το Εγώ, είναι η λειτουργία που αντιμετωπίζει τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, ασκώντας προς τούτο και τον απαραίτητο έλεγχο στο “Αυτό”. Τούτο όμως γίνεται σύμφωνα και με την τρίτη λειτουργία, το Υπερεγώ, που είναι, ας πούμε, ο “εσωτερικευμένος γονέας”, δηλαδή οι κανόνες που αφομοιώνει μεγαλώνοντας ο άνθρωπος -κάποτε το λέγαν “φωνή της συνείδησης”- που διαμορφώνονται με τη σειρά τους από την κοινωνία. Σε τούτο το μοντέλο ψυχικής λειτουργίας, το Εγώ συνταιριάζει τις συχνά αντιθετικές απαιτήσεις που θέτουν Aυτό και Υπερεγώ, το πρώτο των ενστίκτων, που σαν μικρά παιδιά όλο φωνάζουν “θέλω”, το άλλο των εντολών που πιέζουν με τα “πρέπει” τους. Οπότε, για να ζει ο άνθρωπος ζωή ισορροπημένη, χωρίς να τον κυβερνούν τόσο τα ένστικτα που να καταλήγει στη φυλακή ή σε άλλης λογής αυτοκαταστροφή, αλλά ούτε και τόσο να τα καταπνίγει ώστε ο βίος να καταντά ανούσιος, μηχανικός, σκέτη υποταγή στις κοινωνικές επιταγές, πρέπει το Εγώ να κάνει καλά τη δουλειά του.
Αντιστοιχώντας την ψυχή με την κοινωνία, το Αυτό είναι οι επιθυμίες των πολιτών, ατόμων ή ομάδων, ενώ κυβέρνηση και κράτος είναι το Εγώ, που πρέπει να ικανοποιεί τις δίκαιες επιθυμίες αλλά να ελέγχει όσες είναι εις βάρος του συνόλου. Ετσι, οφείλει να παρέχει δημόσια εκπαίδευση και υγεία, που ζητούν τα καλά “θέλω”, αλλά και αστυνομία και δικαστήρια, ώστε τα αρνητικά να μη δυναστεύουν τους υπόλοιπους. Με αυτή την αντιστοίχιση, το Υπερεγώ είναι το Σύνταγμα κι οι νόμοι, αλλά κυριότερα ακόμη οι κοινωνικές αρχές που τα στηρίζουν, θρησκευτικές, ηθικές ή εθιμικές. Γιατί το Υπερεγώ δεν είναι μόνο μπαμπούλας, να απαγορεύει, αλλά και φορέας αξιών. Δεν είναι ανιστορικό ή παράλογο, μα συσσωρεύει όλα όσα συγκροτούν τον πολιτισμό.
Εφαρμοσμένη στα δικά μας, αυτή η αναλογία ψυχής-κοινωνίας μοιάζει αρχικά να οδηγεί στο συμπέρασμα πως στη σημερινή ελληνική κοινωνία πάσχει το Εγώ, δηλαδή κυβέρνηση και κράτος που δε θέλουν ή δεν μπορούν (μάλλον και τα δύο) να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό όμως, ενώ ισχύει μερικά, δεν αποδίδει το βαθύτερο πρόβλημα, αφού δυστυχώς πάσχουμε πλέον από παθολογία πολύ σοβαρότερη, του Υπερεγώ. Φυσικά, το ότι μας κυβέρνησαν χρόνια κυβερνήσεις λαϊκίστικες, χωρίς αρχές, είναι βασική αιτία της νόσου. Οντας το Υπερεγώ “εσωτερικευμένος γονέας”, η παρατεταμένη έλλειψη σωστής εξουσίας όχι απλώς δεν χτίζει εσωτερικό γονεϊκό πρότυπο, μα διαλύει σταδιακά και κάθε ίχνος παλαιού. Ετσι, με κύριους αυτουργούς κόμματα και κυβερνήσεις, τις τελευταίες δεκαετίες έσβησε στην Ελλάδα κάθε κοινωνική αρχή παραπλήσια με όσες διδάσκουν οι καλοί γονείς στα παιδιά τους, αρχές που μας γλυκαίνουν την ψυχή με νοσταλγία όταν τις βλέπουμε να ξεδιπλώνονται στις παλιές ελληνικές ταινίες: η ηθική, η ευθύνη, ο αυτοέλεγχος, το μέτρο, η ευπρέπεια, ο σεβασμός στους άλλους. Πάνε αυτά, μπήκαν στο “χρονοντούλαπο της Ιστορίας”.
Τώρα η Ελλάδα είναι άλλο πράμα, η χώρα που την κυβερνά του καθενός το “θέλω”, χωρίς αντίσταση από κανένα κοινό “πρέπει”, η κοινωνία που τη δυναστεύουν ανεξέλεγκτα κι ατιμώρητα του καθενός τα γούστα: των άτιμων υπουργών και των ανήθικων επιχειρηματιών που ληστεύουν το Δημόσιο, των πρυτάνεων που δηλώνουν ότι δε θα σεβαστούν τους νόμους, των μπαχαλάκηδων που καίνε κτίρια και ανθρώπους, των ταξιτζήδων που κλείνουν αεροδρόμια, των ΠΑΜΕτζήδων που κλείνουν λιμάνια, των φοιτητοπατέρων που κλείνουν πανεπιστήμια, των περιθωριακών που κλείνουν την πλατεία Συντάγματος. Και κανένα κράτος/Εγώ δεν μπορεί -και να ήθελε, που δε θέλει- να αντισταθεί στον ανεξέλεγκτο χείμαρρο των καταστροφικών βουλήσεων, γιατί απλούστατα δεν έχει πουθενά να πατήσει, καμιά πίστη για να στηρίξει τον λόγο και την πράξη του, καμία αρχή ζωής που να τη σεβόμαστε όλοι, κανένα ίχνος συνείδησης που να αντιπροσωπεύει κοινά “πρέπει”, όχι μονάχα σαν κανόνες καταπιεστικούς, μα σαν στοιχεία πολιτισμού, παράδοσης, Ιστορίας – εν τέλει σαν στοιχεία ανθρωπιάς και αρχοντιάς.
Ετσι μου φαντάζει εμένα σήμερα η Ελλάδα του 2011, μια παγκόσμια πρωτοτυπία: είμαστε η χώρα που έχασε το Υπερεγώ της.
Δημοσιεύθηκε στην “Καθημερινή”, 31.7.2011