Τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν γραφεί για τα προβλήματα της δημοσιογραφίας και των εφημερίδων. Έλευση ιδιωτικής τηλεόρασης, διαδίκτυο, κομματικοποίηση, σχέσεις διαπλοκής, ευρύτερα χαμηλό επίπεδο του επαγγέλματος, έλλειψη ακαδημαϊκής υπόστασης, αδιαφορία πολιτών για την καθημερινή έκδοση και άλλα πολλά, τα περισσότερα από τα οποία είναι ακριβή.
Λίγο-πολύ όλα αυτά είναι γνωστά στο επάγγελμα, μάλιστα ορισμένες φορές καθίστανται και εμφανή στον προσεκτικό αναγνώστη. Η αγωνιστικότητα των εφημερίδων, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος της ελληνικής κοινωνίας και αγοράς, καθιστά κάθε απόπειρα συγκάλυψης σκοπιμοτήτων, σκανδάλων ή κακώς κειμένων, έργο δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Ιδιαίτερα στην εποχή του διαδικτύου, όπου ο αλληλοσπαραγμός της ελίτ αποκτά ευρεία δημοσιότητα με ένα απλό κλικ.
Παρόλα αυτά, τα αίτια των προβλημάτων της εγχώριας δημοσιογραφίας και των Συγκροτημάτων που στηρίζονται σε χάρτινες εφημερίδες είναι βαθύτερα. Εντοπίζονται στη δομή των ελληνικών ΜΜΕ και στις πρακτικές που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους έχουν αποδυναμώσει την παρεμβατική λειτουργία του επαγγέλματος, έχουν αδρανοποιήσει την έννοια του στρατηγικού σχεδιασμού και έχουν οδηγήσει αρκετές εφημερίδες σε κυκλοφορικό αδιέξοδο. Ακόμη, ο κρατικός προστατευτισμός προς τον Τύπο, ο οποίος εκδηλώνεται υπό τη μορφή σωρείας κανόνων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό (ρυθμιστικές παρεμβάσεις στη δημοσίευση ισολογισμών, αγγελιόσημο κ.λπ.), είναι σημαντικός παράγοντας της σημερινής μαλθακότητας των εφημερίδων, οι οποίες ακόμη και όταν ασκούν έντονη κριτική προς την εξουσία, ‘αλληθωρίζουν’ από ανασφάλεια προς τους εκφραστές της.
Τί γίνεται άραγε με την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εταιρική διακυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να δημοσιεύουν τον ισολογισμό τους σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκό Μέσο επιθυμούν, ακόμη και στο Διαδίκτυο; Οι ανταγωνιστικές προσφορές και τα ειδικά τιμολόγια θα αποτελούν πλέον το ζητούμενο στην αγορά των εφημερίδων, ενώ νέα διαδικτυακοί τόποι θα διεκδικήσουν με πείσμα μερίδιο των εσόδων. Ακόμη, γιατί δεν καταργείται, πλέον το αγγελιόσημο, το οποίο αποτελεί παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία, προκειμένου να χρηματοδοτούνται οι ιδιοκτήτες των έντυπων Μέσων απευθείας από την κοινωνία; Τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν ανεξαρτήτως αλλαγής προσώπων στο καταργημένο – στα χαρτιά – ‘Υπουργείο Τύπου’, ανάθεσης ή μη αρμοδιοτήτων, κ.λπ.
Οι στήλες στις ελληνικές εφημερίδες που ασχολούνται με τα Μέσα Ενημέρωσης αναφέρονται πλέον μονότονα σε σαρωτικές αλλαγές που επέρχονται στο εκδοτικό τοπίο. Το πλήρες αδιέξοδο πλησιάζει. Την είσοδο των εφοπλιστών διαδέχθηκε η οικονομική κρίση, οι αναζητήσεις στηριγμάτων στην Κυβέρνηση, οι ανταλλαγές μεριδίων, παράλληλα με την – καθαρόαιμα ελληνική – πρακτική της διαιώνισης των ζημιογόνων φύλλων προς όφελος διαφόρων μικρών και άλλων εκδοτών-επιχειρηματιών. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι τα δύο τρίτα των Αθηναϊκών καθημερινών πολιτικών φύλλων εκδίδονται με μοναδική χρησιμότητα την ύπαρξή τους στο μάτσο της καθημερινής αποδελτίωσης που πραγματοποιείται για λογαριασμό της κυβέρνησης και της οικονομικής ελίτ της χώρας. Έτσι, μέσω της αποδελτίωσης τα ‘μηνύματα’ φτάνουν με ασφάλεια στους αποδέκτες τους.
Στον δρόμο για τη διαμόρφωση του νέου εκδοτικού τοπίου τα ‘θύματα’ θα είναι πολλά και οι αλλαγές σαρωτικές. Οι γνώστες των εξελίξεων ήδη ετοιμάζονται για το μέλλον, το οποίο – μεταξύ άλλων – θα χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του διαδικτύου.
Όταν στις ώριμες αγορές του εξωτερικού οι συζητήσεις για την επιβίωση των εφημερίδων έχουν λάβει μορφή δημόσιας διαβούλευσης εντός της επικοινωνιακής βιομηχανίας, βέβαιο είναι ότι οι ελληνικές εφημερίδες με τη σημερινή τους μορφή δεν έχουν θέση στην Κοινωνία της Πληροφορίας και Γνώσης του 21ου αιώνα.
Απαιτούνται δραστικά βήματα προς την κατεύθυνση εκσυγχρονισμού της φιλοσοφίας και των διαδικασιών παραγωγής, καθώς και αναβάθμιση του ίδιου του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος σήμερα – λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων του – άγεται και φέρεται από τα εκάστοτε κέντρα οικονομικής, πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας.
Στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, οι συζητήσεις περί στρεβλώσεων και κρατικού προστατευτισμού στο εγχώριο επικοινωνιακό τοπίο θα αποτελούν ιστορικά δεδομένα μιας εποχής που χαρακτηρίστηκε από ελλιπή επιχειρηματικότητα και την ανεπάρκεια της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Θα είναι η εποχή όπου το χαρτί θα αποτελεί πολυτελές μέσο παραγωγής και η έννοια της εφημερίδας θα εκπροσωπείται αποκλειστικά από την ετυμολογική της ρίζα: αυτής που υποδηλώνει ένα ‘εφήμερο’ προϊόν, το οποίο θα αγωνίζεται για την προτίμηση του κοινού για να ‘πεθάνει’ τάχιστα λίγες ώρες μετά τη γέννησή του.
Τότε, τα ερεθίσματα που θα έχουν να διαχειριστούν οι αναγνώστες-ακροατές-τηλεθατές-χρήστες θα είναι πολλαπλάσια των σημερινών. Η ανάπτυξη της Attention Economy θα οδηγήσει τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματος πλησιέστερα στην ουσία των πραγμάτων, αλλά και στις απαιτήσεις των πολιτών…