Aυτή η κρίση θα αλλάξει βαθιά τον καπιταλισμό των ελεύθερων αγορών, όπως τον ξέρουμε μέχρι τώρα. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην επιστροφή στις παλιές συνταγές του προστατευτισμού ή του κρατισμού. Δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής στο παλιό μοντέλο για τον απλό λόγο ότι οι τεχνολογίες άλλαξαν ριζικά το τοπίο και υπονόμευσαν αυτό το μοντέλο.
Αφού ελεεινολογήσαμε επαρκώς τους Ελληνες πολιτικούς, ήρθε και η σειρά των ξένων. Κανείς πολιτικός πλέον δεν είναι ηγέτης όπως παλιά. Η Μέρκελ μάς μυρίζει, ο Σαρκοζί δεν μπορεί, μέχρι και ο Ομπάμα δεν τα καταφέρνει. Κι αυτό δεν είναι μόνο πεποίθηση των κατ’ εξοχήν δύσπιστων Ελλήνων. Τα ίδια γράφονται πλέον σε όλο τον ξένο Τύπο “Μας κυβερνούν παιδάκια, δεν υπάρχουν ηγέτες”, έγραφε πρωτοσέλιδα η “Μοντ”. Η καθυστερημένη αντίδραση του Κάμερον στα γεγονότα του Λονδίνου, τα κύματα δυσαρέσκειας κατά των πολιτικών σε όλες τις χώρες το πιστοποιούν.
Πολλοί εξηγούν το έλλειμμα ηγεσίας στους δεσμούς χρήματος που έχει πλέον η πολιτική με το κεφάλαιο. Αυτό είναι εν μέρει αληθές, αλλά δεν είναι επαρκές. Οι πολιτικοί εκτός από λεφτά χρειάζονται και ψήφους. Θα ήταν πολύ ευχάριστο γι’ αυτούς να ξοδεύουν για να έχουν την αγάπη του κόσμου. Επίσης, θα ήταν σχετικά εύκολο γι’ αυτούς να κάνουν την πολιτική του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούσβελτ αν είχαν εθνικά σύνορα για να την επιβάλλουν. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της πολιτικής είναι η εθνικοποίησή της. Η οικονομία, η πληροφορία, ακόμη και η εργασία παγκοσμιοποιήθηκαν, η πολιτική παραμένει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό εθνική. Είναι δε από τη φύση της αργή. Η δημοκρατία θέλει χρόνο για διαβούλευση, συγκρούσεις απόψεων, συμβιβασμούς. Τα κεφάλαια ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός.
Σ’ αυτό λοιπόν το νέο τοπίο όλοι περιμένουν τους πολιτικούς να πάρουν γρήγορες και ριζικές αποφάσεις, ξεχνώντας ότι προς το παρόν η δημοκρατία α) είναι προς το παρόν εθνική υπόθεση, β) δημιουργήθηκε για να επιτυγχάνονται συμβιβασμοί και να αποφεύγονται οι “ριζικές λύσεις”, που συνήθως είναι “λύσεις” ενός μόνο μέρους των αντικρουόμενων συμφερόντων που συνυπάρχουν σε μια κοινωνία, γ) φτιάχτηκε έτσι ώστε να χρονοτριβεί θέτοντας διαρκώς όλο και περισσότερους ενδιάμεσους στη διαδικασία για να εξασφαλιστεί το δικαιότερο των αποφάσεων.
Τα αδιέξοδα της εθνικής πολιτικής πλέον ορατά παντού, στη ρύπανση, στο έγκλημα, στη μετανάστευση, στην οικονομία. Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο απαιτείται μια Νέα -παγκόσμια- Συμφωνία. Υπάρχει πολύ χρήμα που διακινείται διεθνικά χωρίς να φορολογείται, υπάρχουν μαύρες τρύπες που ευφημίζονται ως φορολογικοί παράδεισοι κ.ά. που πρέπει να ρυθμιστούν.
Αυτό που ζούμε τώρα είναι η άτεχνη -λόγω πολλών εθνικών περιορισμών- προσπάθεια της πολιτικής να παγκοσμιοποιηθεί και να ρυθμίσει την οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα. Η δημιουργία των G-20 πριν από τρία χρόνια είναι ένα πρώτο βήμα. Η άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να λαμβάνει υπόψη της τις αξιολογήσεις των ιδιωτικών οίκων αξιολόγησης στις αποφάσεις για χρηματοδότηση τραπεζικών συστημάτων είναι μια μικρή νίκη της πολιτικής επί των αγορών. Οι διεργασίες για εμβάθυνση της ΟΝΕ είναι ένα μεγαλύτερο βήμα.
Σ’ αυτή τη διεργασία παγκοσμιοποίησης της πολιτικής υπάρχουν δύο προβλήματα. Ενα συγκυριακό κι ένα δομικό. Το συγκυριακό είναι ότι γίνεται σε μια περίοδο που πάνω από τον κόσμο βρίσκεται μια τεράστια φούσκα χρέους. Αν αυτή δεν εκτονωθεί σταδιακά και σκάσει απότομα, οι δευτερογενείς επιπτώσεις θα είναι κατακλυσμικές. Αρκεί να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε η πολιτική παρέμβαση διά του Μνημονίου, και η χώρα ακολουθούσε τον ορθό οικονομικά δρόμο της χρεοκοπίας κι έπρεπε να κόψει διαμιάς το πρωτογενές έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού που το 2009 ήταν 24 δισ.
Το δομικό πρόβλημα είναι οι εθνικές ιδιαιτερότητες, ευαισθησίες ή αγκυλώσεις. Στην Ελλάδα γενικώς είμαστε υπέρ της βαθύτερης οικονομικής ενοποίησης, επειδή σκεφτόμαστε μόνο το ευρωομόλογο. Ενοποίηση όμως δεν σημαίνει μόνο ότι θα εισπράττουμε σαν Γερμανοί, αλλά να φορολογούμαστε και να ελεγχόμαστε σαν Γερμανοί κ.ά. Το αντέχει αυτό η πλειοψηφία του 60% των αδούλωτων Ελλήνων που δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ στην εφορία;
Οπως και να έχει το πράγμα όμως, η παγκοσμιοποίηση της πολιτικής έχει πολύ δρόμο ακόμη και πολλά εμπόδια.
Καπιταλισμός: μια ιστορία αέναων κρίσεων
Ο καπιταλισμός τρέφεται από τις κρίσεις του. Αυτό το έχουν πει όλοι οι μεγάλοι θεωρητικοί του· από τον Καρλ Μαρξ μέχρι το Γιόσεφ Σουμπέτερ. Διά των κρίσεων ο καπιταλισμός αποβάλλει, καταστρέφει παραγωγικές δομές που είναι άχρηστες στην οικονομία για να δημιουργηθούν νέες. Είναι ένα σύστημα που γεννά διαρκώς κρίσεις και γι’ αυτό επιβιώνει στον χρόνο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις μεγάλες κρίσεις που γράφονται στα βιβλία. Ακόμη και σε περιόδους ευφορίας καταστρέφονται κλάδοι, γεννιούνται νέοι, κλείνουν επιχειρήσεις, ανοίγουν άλλες, χάνονται και δημιουργούνται θέσεις εργασίας. Είναι ένα σύστημα που βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αναβρασμού. Υπάρχει μια διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ των αναγκών ή προτιμήσεων των ανθρώπων και των παραγωγικών δομών. Οταν οι πρώτες αλλάζουν, αλλάζουν αναγκαστικά και οι δεύτερες. Αυτές οι κρίσεις είναι το μυστικό της επιτυχίας του. Η ευελιξία του να προσαρμόζεται είναι το ελιξίριο της διαρκούς ανανέωσής του.
Ενα τέλειο καπιταλιστικό σύστημα προσαρμόζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους παραγωγικούς πόρους στις ανάγκες των ανθρώπων. Οταν οι ανάγκες ήταν οι ιππήλατες άμαξες, οι άνθρωποι δημιούργησαν χωρίς κανένα κεντρικό προγραμματισμό χιλιάδες επιχειρήσεις τροχών, χαλινών κ.λπ. Οταν οι άνθρωποι προτίμησαν τα αυτοκίνητα ο κλάδος αυτός καταστράφηκε και δημιουργήθηκαν νέοι κλάδοι παραγωγής, εμπορίας, επισκευής κ.λπ. αυτοκινήτων. Αυτά είναι τόσο αυτονόητα που σχεδόν μοιάζουν μεταφυσικά. Οταν τα κοιτάμε από “απόσταση” μπορούμε να θαυμάζουμε τη “σοφία των αγορών” που προσάρμοσε την παραγωγική διαδικασία τόσο καλά στις ανάγκες των ανθρώπων, όταν τα ζούμε μοιάζουν τραγικά. Αρκεί να σκεφθούμε την απελπισία ενός τσαγκάρη την εποχή που τα έτοιμα υποδήματα άρχιζαν να κατακλύζουν την αγορά.
Μακροπρόθεσμα λοιπόν ο καπιταλισμός παράγει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για να καλύψει τις ανάγκες ή τις επιθυμίες των ανθρώπων. Το μακροπρόθεσμα τέλειο όμως αυτό σύστημα έχει μια ατέλεια, τον άνθρωπο. Αυτός, ως γνωστόν, μακροπρόθεσμα είναι νεκρός. Βραχυπρόθεσμα αυτός πεινάει, εξεγείρεται, νιώθει ανασφαλής και γενικώς δεν προσαρμόζεται αυτόματα στον οικονομικό κύκλο, που οι ανάγκες άλλων ανθρώπων δημιουργούν.
Εκεί ακριβώς μπαίνει η πολιτική με δύο τρόπους. Ο πρώτος, που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά ήταν να κάνει τα σκαμπανεβάσματα του καπιταλισμού πιο ήπια. Ρύθμισε την οικονομία μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο και κρατικοποίησε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας. Ετσι όμως κατέστρεψε τη δημιουργική δυναμική του καπιταλισμού που ανανεώνει τις παραγωγικές δομές μέσα από κρίσεις. Στη δεκαετία του ’70 αυτή η συνταγή έφτασε σε αδιέξοδο. Οι οικονομίες της Δύσης σώρευαν επί δεκαετίες άχρηστες παραγωγικές δομές (αυτές που ο καπιταλισμός καταστρέφει με τις μικρές ή μεγάλες κρίσεις του) και το σύστημα παρήγαγε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα. Η οικονομία δεν είχε μεν επώδυνους κύκλους, αλλά ταυτοχρόνως δεν εξελισσόταν.
Ο δεύτερος τρόπος που δευτερευόντως εφαρμόστηκε μεταπολεμικά ήταν το κράτος-πρόνοιας. Αυτό, στην ιδεατή κατασκευή του, επιτρέπει στον καπιταλισμό να ανανεώνει τις παραγωγικές δομές διά των κρίσεων, αλλά προστατεύει τους ανθρώπους από τις επιπτώσεις αυτών των κρίσεων. Τους προσφέρει επιδόματα ανεργίας, μετεκπαίδευση για τη δημιουργία νέων δεξιοτήτων, υπηρεσίες υγείας κ.λπ. Για τη χρηματοδότηση αυτών χρειάζονται φόροι…
Η μεγάλη επανάσταση των Ρέιγκαν και Θάτσερ στη δεκαετία του 1980 (αν και είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά), απελευθέρωσε τις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού, που εξαπλώθηκαν σε όλο τον κόσμο (και λόγω των τεχνολογικών δυνατοτήτων που είχαν αναπτυχθεί). Η ίδια όμως επανάσταση δημιούργησε αντίστροφες ανισορροπίες. Μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές (αναλογικώς, αλλά ποσοτικά ήταν μεγαλύτερες στα εύπορα τμήματα του πληθυσμού), περιέκοψε τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους (το μαξιλάρι ώστε να μην γίνονται οι οικονομικές κρίσεις κοινωνικές), αλλά ειδικά στις ΗΠΑ οι κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Μπους αύξησαν τις αντιπαραγωγικές στρατιωτικές δαπάνες δημιουργώντας ελλείμματα και χρέη. Στις ΗΠΑ τα τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα δεν δημιουργήθηκαν από σπατάλες ή “σπατάλες” στο κοινωνικό κράτος. Δημιουργήθηκαν από τη χρηματοδότηση μιας τεράστιας πολεμική μηχανής που καίει λεφτά σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών δημιουργεί κίνητρα για επενδύσεις. Αυτές έγιναν αλλά πρωτίστως στην Ανατολή, όπου τα μεροκάματα είναι φθηνά. Στη Δύση περίσσεψαν οι υπηρεσίες. Αλλες παραγωγικές κι άλλες… χρηματοπιστωτικός αέρας. Το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα λόγω χαμηλότερης φορολογίας των υψηλότερων εισοδηματικά τάξεων επενδύθηκε σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα τα οποία αρρύθμιστα γίνονταν πιο πολύπλοκα και, συνεπώς, συν τω χρόνω έπαψαν να αντικατοπτρίζουν πραγματικές αξίες. Οι σχετικά υψηλές αποδόσεις τους και η φαινομενική εξάλειψη του ρίσκου διά της τιτλοποίησης τα έκαναν όλο και πιο ελκυστικά, δημιουργώντας μια τεράστια χρηματοπιστωτική φούσκα που το 2007 άρχισε να σκάει.
Αποτυχία πολιτικής
Η αποτυχία της παγκοσμιοποίησης της πολιτικής δεν εμφανίζεται μόνο σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά και βάσης. Παρά το γεγονός ότι διάφοροι αριστεροί ταγοί βλέπουν σε κάθε σπάραγμα της κοινωνίας (ακόμη και στο πλιάτσικο και στους εμπρησμούς του Λονδίνου) επαναστατικά προτάγματα και παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία βοηθά στη διεθνοποίηση της διεκδίκησης, δεν υπάρχει ακόμη κάποιος παγκόσμιος συντονισμός για κοινή πολιτική πλατφόρμα.
Θα ήταν εξαίρεση το κίνημα των “Αγανακτισμένων”, αλλά αυτό πέρασε από την Ισπανία στην Ελλάδα (βασισμένο μάλιστα σε ένα ψευδές σύνθημα) και σταμάτησε εκεί.
Οι μαζικές διαδηλώσεις στο Ισραήλ έχουν κοινό υπόστρωμα, αλλά επίσης δεν είναι οργανωμένες σε ένα διεθνικό κίνημα. Τα αιτήματα -όσα, τέλος πάντων, είναι ευδιάκριτα στο συνονθύλευμα των κινητοποιούμενων- είναι κυρίως εθνικά χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τη διεθνή συγκυρία.
Βεβαίως, υπάρχουν σπέρματα διεθνών διεκδικήσεων (ειδικά από τους Ισπανούς indignatos), αλλά ακόμη και αυτού του τύπου η παγκοσμιοποίηση της πολιτικής έχει πολύ δρόμο και πολλά εμπόδια ακόμη. Πρώτο και κύριο η συνειδητοποίηση ότι τα προβλήματα πλέον δεν είναι παγκόσμια και συνεπώς οι λύσεις δεν μπορεί να είναι εθνικές.
Ανισορροπίες του συστήματος
Ο καπιταλισμός στηρίζεται σε δύο πόδια. Στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Παραγωγή χωρίς κατανάλωση δημιουργεί τη συνηθέστερη κρίση του καπιταλισμού, την επονομαζόμενη “κρίση υπερπαραγωγής”. Αυτού του τύπου οι κρίσεις είναι γονιδιακές στο σύστημα. Κάθε επιχειρηματίας θέλοντας να αυξήσει το ποσοστό κέρδους, προσπαθεί να συμπιέσει το κόστος παραγωγής μειώνοντας ή εξαλείφοντας (με νέες τεχνολογίες) μισθούς. Οταν οι περισσότεροι επιχειρηματίες το επιτύχουν αυτό, λίγοι έχουν λεφτά να αγοράσουν τα προϊόντα τους. Ετσι ξεκινά μια περίοδος καταστροφής παραγωγικών δομών και αποθεμάτων μέχρι να ισορροπήσει ξανά το σύστημα, να δημιουργηθούν νέες προσδοκίες, νέες επενδύσεις κ.λπ.
Αυτού του τύπου οι κρίσεις είτε ξεπερνιούνται με τεχνητή διόγκωση της ζήτησης (κεϊνσιανές πολιτικές), είτε αναβάλλονται διά του δανεισμού. Το τελευταίο έγινε τα τριάντα τελευταία χρόνια. Οι μισθοί στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα συμπιέσθηκαν αφάνταστα (στη δύση παρέμειναν σταθεροί, αλλά στην παραγωγή μπήκαν Κινέζοι, Ινδοί κ.λπ. με εξαιρετικά χαμηλά μεροκάματα), η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε ραγδαία και για ένα διάστημα το έλλειμμα της ζήτησης καλυπτόταν από τα δανεικά που έπαιρναν οι Δυτικοί με πρώτους τους Αμερικανούς.
Η πρώτη ανισορροπία του οικονομικού συστήματος, που καλύφθηκε για ένα διάστημα από τον δανεισμό, δημιουργήθηκε λόγω της διαφοράς προσφοράς και ζήτησης. Παράγονται πολλά περισσότερα προϊόντα απ’ όσα χωρίς δανεισμό μπορούν να αγοραστούν. Έτσι με την βοήθεια των τραπεζών και διάφορων χρηματοπιστωτικών οργανισμών δημιουργήθηκαν πολλές αλληλοκαλυπτόμενες φούσκες χρέους στην δύση. Σύμφωνα με τον Ζακ Ατταλί “ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ πολλαπλασιάστηκε επί 8,75 σε ονομαστική αξία μεταξύ 1975 και 2007, το δυτικό χρέος εικοσαπλασιάστηκε και το δημόσιο τριπλασιάστηκε” (“Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια;”, εκδ. Παπαδόπουλος).
Η δεύτερη ανισορροπία, η οποία επίσης καλύπτεται από δανεισμό είναι γεωγραφική. Η Ανατολή παράγει, η Δύση καταναλώνει, τα πλεονάσματα της Ανατολής γίνονται δάνεια στη Δύση για επιπλέον κατανάλωση.
Η ταυτόχρονη απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα απλώς διόγκωσε αυτό το φαινόμενο, δεν το δημιούργησε. Οπως γράφει ο Γκόρντον Μπράουν στο βιβλίο του “Πέρα από το κραχ” (εκδ. Πεδίο) στην αρχή της τωρινής κρίσης “το παγκόσμιο απόθεμα των κύριων (σ.σ.: μόνο) χρηματοπιστωτικών προϊόντων έφτασε τα 140 τρισ. δολάρια, αριθμός διπλάσιος από το συνολικό μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας”. Μέχρι το 2008 οι ημερήσιες ροές κεφαλαίου έφταναν τα 180 δισ. αλλά “σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις μόνο το 2% αυτών ήταν αναγκαίο για τη συντήρηση του διεθνούς εμπορίου και των παραγωγικών επενδύσεων”.
Οσο οι προσδοκίες γι’ αυτό το διεθνές χρηματοπιστωτικό “αεροπλανάκι” ήταν υψηλές τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη αυξάνονταν ανεξέλεγκτα (μέχρι και η Ελλάδα μπορούσε να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια). Μέχρι που κάποιος φώναξε ότι τα στεγαστικά επιτόκια στις ΗΠΑ είναι γυμνά από εμπράγματες εγγυήσεις. Τότε άρχισε η σπειροειδής κρίση του χρέους. Αρχισαν όλοι να ψάχνουν ποιες τοποθετήσεις είναι επισφαλείς. Ολος ο κόσμος μαζί με τους οίκους αξιολόγησης σαν να ξύπνησαν από ένα όνειρο και βρέθηκαν σε εφιάλτη. Αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού που ήταν δελεαστικές επενδύσεις, έγιναν ξαφνικά “τοξικά προϊόντα”. Διαπίστωσαν, για παράδειγμα, ότι χρηματοδοτούσαν το Ντουμπάι για να χτίζει παλάτια στην άμμο, ή την Ελλάδα για να “ζει πέρα από τις δυνατότητές της”. Μετά την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία και πάει λέγοντας. Στην ουσία έχουμε μόνο μία κρίση με διαφορετικά πρόσωπα. Είναι σαν εκείνους τους ιούς που χτυπά κάθε οργανισμό στο αδύνατό του σημείο. Στην Ελλάδα ήταν το κράτος, στην Ιρλανδία οι τράπεζες, στις ΗΠΑ το μεγάλο χρέος λόγω στρατιωτικών δαπανών κ.λπ.
Κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει αυτή η παγκόσμια κρίση χρέους. Υπάρχουν απαισιόδοξοι, όπως ο Ζακ Αταλί, που βλέπουν στο παρελθόν πολέμους σε κάθε κρίση χρέους. Τι θα γίνει, για παράδειγμα, αν η σημερινή κατάσταση συνεχιστεί και οι ΗΠΑ δηλώσουν ή πραγματικά δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα τεράστια χρέη που αγοράζει η Κίνα; Θεωρητικά η αγορά λύνει το πρόβλημα και των χρεών. Χωρίς τη διά του Μνημονίου πολιτική παρέμβαση για το ελληνικό χρέος η Ελλάδα έπρεπε ήδη να είχε κηρύξει στάση πληρωμών. Οι δανειστές θα ετιμωρούντο για την απερισκεψία τους να δανείσουν μια χώρα σαν την Ελλάδα, κεφάλαιο (αέρας) θα καιγόταν και το οικονομικό σύστημα θα έφτανε σε μια νέα, πραγματική ισορροπία. Μόνο που σ’ αυτό το τέλειο θεωρητικό σχήμα υπάρχει η ατέλεια “άνθρωπος” που δεν μπορεί εύκολα να αποδεχθεί μια δραστική μείωση του βιοτικού του επιπέδου, που θα έφερνε η στάση πληρωμών. Αυτό θα σήμαινε κοινωνικές αναταραχές και πιθανώς τη δημιουργία μιας μαύρης τρύπας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η λύση επομένως δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική και το ξεφούσκωμα του παγκόσμιου χρέους συναινετικό και αργό. Αν δεν συμβεί κάτι στο ενδιάμεσο.
Η βαθμιαία αλλαγή
Σε περιόδους οικονομικής ευφορίας όλοι όσοι επενδύουν ή ποντάρουν σε μια φούσκα είναι σίγουροι ότι “αυτή τη φορά δεν είναι σαν τις προηγούμενες”, θα συνεχιστεί αέναα. Φυσικά διαψεύδονται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την κρίση. Οσοι επενδύουν ή ποντάρουν πολιτικά σ’ αυτή είναι επίσης σίγουροι ότι “αυτή τη φορά δεν είναι σαν τις προηγούμενες” και έρχεται το τέλος του καπιταλισμού. Βέβαια κάθε άνοδος και κάθε κρίση του καπιταλισμού έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία εν τέλει τον διαμορφώνουν, αλλά όταν συντελείται αυτή η διαμόρφωση τα πράγματα γίνονται τόσο αργά που ποτέ δεν ικανοποιούν τους οπαδούς των ριζοσπαστικών λύσεων.
Σίγουρα αυτή η κρίση θα αλλάξει βαθιά τον καπιταλισμό των ελεύθερων αγορών, όπως τον ξέρουμε μέχρι τώρα. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην επιστροφή στις παλιές συνταγές του προστατευτισμού ή του κρατισμού. Δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής στο παλιό μοντέλο για τον απλό λόγο ότι οι τεχνολογίες άλλαξαν ριζικά το τοπίο και υπονόμευσαν αυτό το μοντέλο.
Οπως συμβαίνει πάντα στην Ιστορία, τα προβλήματα και η συγκυρία στρώνουν το έδαφος για ένα νέο μείγμα διακρατικού παρεμβατισμού και ρυθμίσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν θα είναι ο σοσιαλισμός που ονειρεύονται πολλοί από τ’ αριστερά, αλλά ούτε ο ανεξέλεγκτος χρηματοοικονομικός καπιταλισμός που ζήσαμε στα πρώτα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Οι αναλογίες αυτού του μείγματος είναι ζήτημα πολιτικής και παγκόσμιων συσχετισμών, όχι μόνο εθνικών αλλά και κοινωνικών.
Η Ελλάδα, εκ των μεγεθών της (ως χώρα και ως… χρέος) μικρό ρόλο μπορεί να παίξει σ’ αυτό. Πρώτα και κύρια βέβαια πρέπει να τακτοποιήσει τα πολλαπλά ελλείμματα που έχει.
Δημοσιεύτηκε στην “Καθημερινή” στις 14.8.2011