Γράφει η Κόνστανς Ταγκοπούλου
Ο Έλληνας έχει παλέψει και παλεύει, ασταμάτητα από την ίδρυση του νέου κράτους, να βρεί την αληθινή ταυτότητά του, εθνική, πολιτισμική, και κοινωνική. Εδώ με απασχολεί η ηρωική πλευρά της ταυτότητας του σύγχρονου, ανώνυμου Ελληνα, που θεωρώ παραμελημένη όσο και αναγκαία για την λειτουργία του ως ολοκληρωμένου μέλους της κοινωνίας, κυρίως εν όψει της παραδοσιακής συμμετοχής του Ελληνα στα κοινά της χώρας του, ιδιαίτερα σημαντικού παράγοντα σε περιόδο κρίσης και εν όψει των μεγάλων αλλαγών που αυτή επιφέρει στους ιστορικούς θεσμούς της χώρας.
Μεταξύ της Κοραϊκής προγονοπληξίας και της συμβιβαστικής λύσης του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, που απαντά στην αμφισβήτηση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας με την επίρρωση του κομβικού ρόλου της μέθεξης στην ελληνικής παιδεία – που περιλαμβάνει και το Βυζάντιο μαζί με την αρχαία Ελλάδα ως συνέχεια της ελληνικής ταυτότητας- ο σύγχρονος Ελληνας διάλεξε τα ηρωικά του πρότυπα κυρίως μεταξύ των αρχαίων προγόνων. Η μορφή του Αχιλλέα (και του Λεωνίδα, ίσως) εξακολουθούν να δεσπόζουν μεταξύ των ιδανικών ηρώων που συγκινούν Ελληνες και ξένους φοιτητές, και όχι μόνο. Αμέσως μετά, σταθερά και διαχρονικά έρχεται ο Οδυσσέας. η ζωντανή εικόνα του σύγχρονου Ελληνα, πιο γήινη και αληθινή σαν την Ιθάκη. Ο Αχιλλέας έμεινε το υψηλό, λίγο απόμακρο ιδεώδες, ο ήρωας που διαλέγει τη δόξα του θανάτου στη μάχη, στο άνθος της νεότητάς του, και ξέρει πότε θα πεθάνει, κάτι που αντιβαίνει στον κώδικα των θνητών και που αγγίζει τον θεϊκό-κόσμο, όπου και ανήκει εν μέρει. Οσο κι αν ο ευγενής αυτός ήρωας, παραμορφώθηκε από τα μέσα της εμπορικής κινηματογραφίας, έμεινε ένα άπιαστο σύμβολο. Ο Οδυσσέας είναι ένας ήρωας για τον οποίο ο σύγχρονος Ελληνας καμαρώνει αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο, περήφανος, αλλά κλείνοντας το μάτι συνομωτικά!
Μέσα στην ίδια Ομηρική παράδοση, ο πρώτος υπακούει σε κοινωνικούς κώδικες σε καιρό πολέμου, ο δεύτερος ακολουθεί την ανάγκη προσαρμογής στην κοινωνία και το κοινωνικό του περιβάλλον μετά τον πόλεμο και ύστερα από απουσία 20 χρόνων. Αλλά πρόκειται επίσης και για δύο τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες: Ο Αχιλλέας είναι γνωστός για την ευθύτητά και ακεραιότητά του, την περηφάνειά του, την ευαισθησία του, τον ασυγκράτητο χαρακτήρα του. Τον ημίθεο μέσα του πληγώνει η υπαρξιακή αδικία: ότι θα πεθάνει στη μάχη χωρίς “τιμή” γιατί του την αφαίρεσε ο πανίσχυρος Αγαμέμνονας, κάνοντας τον θάνατο του μάταιο, και ακυρώνοντας το “άφθιτον κλέος” που επιδιώκει σαν υποκατάστατο της αθανασίας. Η “Μήνις” του, λέξη μόνο για τους θεούς, εξηγεί το πολεμικό του μένος και τον τρομερό θυμό του εναντίον όλων, αλλά κυρίως του Αγαμέμνονα. Τελικά ο Αχιλλέας κερδίζει τη δόξα αλλά όχι το νόστο, την επιστροφή στην πατρίδα.
Ο Οδυσσέας ταυτίζεται με τα βάσανα και τον πόνο. (“Οδύσσομαι” σημαίνει προκαλώ πόνο και επίσης “υποφέρω” – είναι ο ορισμός του θνητού). Είναι συνετός, έχει τεράστια υπομονή, συγκρατεί την επιθυμία του, είναι άνθρωπος των ελιγμών και των μεταμφιέσεων, λέει ψεύτικες ιστορίες για να επιζήσει –και γιατί είναι ποιητής– δεν εμπιστεύεται κανένα, αμφιβάλλει για όλα και για όλους, κάνει κάθε υποχώρηση προκειμένου να επιζήσει. Το κύριο γνώρισμά του είναι η πονηριά (μήτις), ανώτερη της εξυπνάδας, που χάρη σ’αυτήν καταφέρνει να επιβιώσει. Σ’ αυτόν οφείλεται ο Δούρειος Ιππος και η νίκη των Ελλήνων στην Τροία. Κερδίζει και τη δόξα και το νόστο.
*
Ο σύγχρονος Ελληνας μεγαλουργεί όταν του παρουσιάζεται η ευκαιρία να γίνει ήρωας. Δεν προθυμοποιείται όταν ο στόχος είναι μακρυά και η προσπάθεια απαιτητηκή. Τον συγκινούν τα άμεσα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στην σημερινή κατάσταση, ο ρόλος του ήρωα έχει συντριβεί ανάμεσα στις προσταγές που υπαγορεύουν οι ανάγκες για την έξοδο της πατρίδας από την κρίση μέσω θυσιών οικονομικής φύσης και πειθαρχίας. Πρέπει να δώσει ό,τι έχει και δεν μπορεί να στερηθεί αυτός και η οικογένειά του και να τηρήσει προθεσμίες. Θα τα έδινε ίσως με την καρδιά του αν του ζητούσαν να τα προσφέρει όποτε μπορεί. Κοιτάχτε τί έγινε με τις προσφορές τροφίμων και ρούχων!
Κατακλυσμός υλικών για τους συνανθρώπους του που πολλά ίσως μείνουν και στα αζήτητα! Η διαταγή προσβάλλει τον Ελληνα. Γι αυτό έχει αντίρρηση στους νόμους και στις εντολές, γενικά. Σε ξαφνικές επιστρατεύσεις, κρίσεις, ακραίες καταστάσεις όπου χρειάζεται ηρωισμός, γίνεται θεός κι ας μην έχει τα μέσα να νικήσει – όπως στη Επανάσταση του 1821, στην Ιταλική εισβολή και σε τόσες άλλες απίστευτες περιπτώσεις που εκπλήξανε τον κόσμο. Ο μέσος σύγχρονος Έλληνας έχει παλαίψει ηρωικά και σιωπηλά, με αξιοπρέπεια στη φτώχεια και τη δυστυχία του, γενναία αν και θυμωμένα σαν τον Αχιλλέα, υποφέροντας χίλια βάσανα με τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες του Κοινωνικού Συστήματος σαν τον Οδυσσέα καταπίνοντας με μεγάλη προσπάθεια διαταγές – αυτό που τον πονάει πιο πολύ κι από την πείνα! Ηταν όμως κι ένα τέστ ωρίμανσης!
Την απουσία ηθικής ανταμοιβής και κοινωνικού ρόλου ο μέσος σύγχρονος Ελληνας προσπαθεί να καλύψει με μια ηρωϊκή ταυτότητα – η αίσθηση του ηρωισμού του είναι δικαίωση σπουδαιότερη από αυτήν του καθήκοντος που είναι απλή υποχρέωση. Προσπαθεί να ταυτιστεί όμως με μπερδεμένες εικόνες-σύμβολα και ηρωικές αξίες που σήμερα έχουν ατονίσει και δεν καταφέρνει παρά να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις, παραμορφώνοντας ιδέες που καταλήγουν σε καρικατούρες μεταξύ αρχαίων ηρώων και του Καραγκιόζη. Οχι πως ο Καραγκιόζης δεν είναι ήρωας, αλλά ο λαϊκός αυτός σοφός φουκαράς, αντί να απολαμβάνει το σεβασμό του ηρωϊκού φτωχού βιοπαλαιστή, έγινε συνώνυμος με την απουσία κάθε σοβαρότητας και προκαλεί ακράτητο γέλιο. Είναι ένας πολύτροπος Οδυσσέας που όμως τρώει συνέχεια ξύλο αντί να επιβραβευθεί για την καπατσωσύνη του, ενώ τον χαιρόμαστε όταν κοροϊδεύει τον Χατζηαβάτη. Ισως η ασχήμια του και η πολυσημία του τον καθιστούν τόσο έντονα σύμβολο του ελληνισμού ώστε να μας εμποδίζουν να δούμε την ανθρωπιά του. Βλέπομε μόνο την αθλιότητά του και την κωμική του πλευρά.
Εξω από σκηνές πολέμου, ο Ελληνας και η Ελλάδα σκιτσογραφούνται πάντα ξυπόλητοι και κουρελήδες. Είναι κλαψιάρηδες, προδομένοι και αδικημένοι. Ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα του Μπόστ, ανθρώπινοι τύποι στην εποχή τους όσο και επίκαιροι σήμερα, μας κάνουν ακόμα να γελάμε, αν και σήμερα με κάποια πίκρα γιατί αναλογιζόμαστε ίσως και τη δική μας ευθύνη όπως ποτέ άλλοτε. Οι ήρωες είναι πολυάριθμοι τώρα και σιωπηλοί, και πολύς πόνος σκοντάφτει στην πένα του σκιτσογράφου. Αλήθεια, πόσοι άνθρωποι σας χαμογελάνε σήμερα στους δρόμους της Αθήνας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν έχει επιτευχθεί ηρωικό μοντέλο που να μπορεί άνετα να υιοθετήσει κανείς για τον σύγχρονο Ελληνα: ούτε ο Μεγαλέξανδρος, ούτε ο Διγενής, ούτε ο Κολοκοτρώνης, ούτε ο Γλέζος! Το μοντέλο του “Ελληνάρα” είναι ένα γκροτέσκο, αρνητικό παράδειγμα προς αποφυγή, φορτωμένο με όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που ένας Ελληνας πρέπει να πνίξει μέσα του. Δεν υπάρχει Camelot στην ελληνική κουλτούρα ή στην λογοτεχνία για τον σύγχρονο Ελληνα.
Δεν είναι απαραίτητο να είμαστε κολλημένοι στα αρχαία μας πρότυπα, αλλά οι μύθοι και οι τελετουργίες με τα αρχέτυπα και τα σύμβολά τους κρατάνε την κοινωνία ενωμένη. Εξαφανίζονται μόλις πάψουν να προσφέρουν αυτή την υπηρεσία. Μπορούμε λοιπόν να δανειζόμαστε σύμβολα και μύθους από την μυθολογία και την παράδοση για να τροποποιούμε την εικόνα της κοινωνίας οταν χρειάζεται αλλαγή ή τόνωση, όπως αναρίθμητες φορές έχει γίνει στην ιστορία μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για την εικόνα του σύγχρονου ήρωα, που δεν μπορεί πια να είναι αμιγώς ο Αχιλλέας, ούτε και ο Οδυσσέας, γιατί ένας ατέλειωτος ποταμός ιστορίας έχει περάσει από πάνω μας από τα χρόνια του Τρωικού πολέμου και μυριάδες ζωές ήρθαν και φύγαν, πόλεμοι, κρίσεις, θάνατοι ανθρώπων και ιδανικών, τραγωδίες χιλιοπαιγμένες στο θέατρο ή αθόρυβα, χωρίς χειροκροτήματα, σε μια κάμαρα ή στο δρόμο, χωρίς κανείς να πάρει χαμπάρι! Σε όλα αυτά τα χρόνια της ιστορίας υπήρξαν ήρωες που φύγανε αθόρυβα και γρήγορα κι έσβυσε το όνομά τους, ή τους έφτιαξαν μια ταμπέλα για κάποιο δρόμο σε μια γειτονιά (τουλάχιστον πρόλαβαν να τους το πούν πριν πεθάνουν;) ή σπάνια μια προτομή και λίγες γραμμές στην ιστορία – αντίδοτο συχνά ενοχών. Κάποιες αόριστες μορφές ανωνύμων ηρώων ζωγραφίστηκαν σε κάποια αφίσα, όπως οι άγνωστες γυναίκες στα βουνά της Πίνδου του μεσοπολέμου, ή οι στρατιώτες στον Αλβανικό πόλεμο με τη σκιά της Παναγίας στο πλάι, του Γουναρόπουλου… νάναι καλά οι ζωγράφοι μας… Δυσκολεύομαι να βρώ συγκεκριμένες εικόνες – ηρωικά σύμβολα αργότερα, στην Αντίσταση, ή στον Εμφύλιο. Ηταν βέβαια και η δικτατορία. Πολύ λίγο τυποποιήθηκε ή δημιουργήθηκε ένα αναγνωρίσιμο συμβολικό σχήμα να απαθανατίσει τον ηρωισμό του Πολυτεχνείου με κάποιο πρόσωπο των ηρώων του! Η ιστορία αυτού του δράματος αφέθηκε στις ρευστές και παραπαίουσες διαθέσεις του εκάστοτε κύματος διαφόρων κινημάτων ώσπου παραμορφώθηκε σε ένα βολικό αποκούμπι ανοικτό “δια πάσαν χρήσιν”.
Αλλά ας γυρίσουμε στον “ανώνυμο” κόσμο, την καθημερινή άγνωστη μάζα που πολεμάει σιωπηλά έξω από ενώσεις, συνδικαλισμούς και διαδηλώσεις, που πάει ειρηνικά απ´το σπίτι στη δουλειά – αν έχει ακόμα δουλειά – που παλεύει να επιζήσει και που προσφέρει. Πρόκειται για τον ηρωισμό του μέσου καθημερινού Έλληνα που σιωπηλά αντιμετωπίζει μια κρίση όχι μόνο οικονομική, αλλά συγχρόνως πνευματική και πολιτισμική, που χάνει την συνοχή του με την παράδοση και την πνευματική κληρονομιά του, τη γλώσσα, την ποίηση, τις πηγές της σκέψης του ανθρώπου. Όχι μόνο πασχίζει, με το εισόδημά και τα κοινωνικά του δικαιώματα σε διαρκή μείωση, ηθικά και πνευματικά ακρωτηριασμένος, αλλά και με τον κοινωνικό του ρόλο υποτιμημένο και ψυχολογικά στερημένος. Γιατί ενώ δεν έλαβε μερος στο χορό των ατασθαλιών, ήταν από τους λίγους νομοταγείς, τώρα δεν ξεχωρίζει από τη μάζα γιατί τώρα όλοι φταίμε. Είμαστε πολίτες, άρα υπεύθυνοι. Δεν υπήρχε μετατόπιση ευθύνης στο λαμπρό μας παρελθόν. Την κληρονομήσαμε από την Τουρκοκρατία, αυτή τη συνήθεια να δείχνουμε το δάχτυλο αλλού και είναι υπεκφυγή ανάξια της ιστορίας μας. Κι όμως έρχεται η ώρα που η δικαιοσύνη κουράζεται να είναι τυφλή – αμέριστη! Καιρός να της βγάλουμε τον επίδεσμο από τα μάτια να δεί επί τέλους το φώς, του μικρού το δίκιο. Η αδικία κάποτε γιγαντώνεται! Το έλεγε κι ο Αριστοτέλης: “Δεν υπάρχει τίποτα πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων”.
Με λίγα λόγια, προσπαθώ να τονίσω την ανάγκη να σηκώσουμε τον άγνωστο και ηρωικό Ελληνα λίγο ψηλότερα, βοηθώντας έτσι στη δημιουργία του θεσμού αυτού του παραμελημένου και απαραίτητου ήρωα. Όχι πως δεν ξανάγινε τέτοιος ήρωας σε κατοχές, έμφύλιους, εθνικές καταστροφές, πολέμους, αλλά τότε όλα γίνονται με το πιστόλι στον κρόταφο – ακόμα κι ο ηρωισμός,! Τώρα ο ηρωϊσμός είναι ένας θεσμός αναγκαίος μέσα σε τούτη την κοινωνική και πνευματική διάλυση σαν συνδετικός κρίκος να συγκρατήσει τον σπασμένο κοινωνικό ιστό. Ο αντι-ήρωας του μοντερνισμού και μετα-μοντερνισμού περίσσεψε στον αναβρασμό και τη λαίλαπα της κρίσης που σαρώνει τον αιώνα μας. Αναιρούσε τον ήρωα που εξαφανιζόταν μπροστά στη ζωή. ο Ομηρικός Ελπήνορας, ο Δον Κιχώτης, ο Λεοπόλδος Μπλούμ του Τζόυς, είναι εικόνες από την αρχαιότητα ως τον μετα-μοντερνισμό του αποτυχημένου ήρωα, καρικατούρα και αντίποδας του αρχαίου ηρωικού τύπου που αποτυγχάνει οικτρά σε ό,τι κάνει. Τώρα δεν ζητάμε καρικατούρες για να δείξουμε ότι δεν υπάρχουν ήρωες αλλά να αναδείξουμε τους απλούς αθόρυβους και απαξιωμένους ήρωες, ένα μοντέλο που θα περάσει στην ιστορία, με σεβασμό και τη δέουσα αναγνώριση. Πρέπει να ετοιμάσουμε άμυνες μέσα από πνευματικές και συναισθηματικές αξίες που θα έχουν κέντρο τον άνθρωπο και τις επιστήμες του ανθρώπου. Μέσα σ’αυτές, όπως στην μακροχρόνια παράδοσή μας, είναι και η “τιμή” των ηρώων που πρέπει να τους αποδοθεί από την κοινωνία τους όσο βρίσκονται στη ζωή.
Ισως όμως και να την βρεί μόνος του, ο σύγχρονος Ελληνας την ηρωϊκή ταυτότητά του – την ανακάλυψη ενός καινούργιου, ώριμου, ήσυχου ηρωϊσμού. Δεν θέλει να πεθάνει για να δοξασθεί μετά θάνατον όπως ο Αχιλλέας. Ούτε νοιώθει, ύστερα από τα τελευταία διόμισυ χρόνια ότι η πονηριά του Οδυσσέα είναι πια στέρεο έδαφος, έστω κι αν η συνήθεια δεν θα αποβληθεί εύκολα. Ισως ο καλύτερος δρόμος είναι μια επιλογή των πιο σπουδαίων αξιών της παράδοσης. Τα έχει πεί ο Ομηρος στα δυό του έπη, στην πρώτη ποίηση, την πρώτη έκφραση του ανθρώπου την πιο αυθεντική: Υπομονή, σοφία, γενναιότητα, τιμή, αξιοπρέπεια, περηφάνεια, ευθύτητα, υπευθυνότητα, ενεργητικότητα, δουλειά… Μαζί με όσα μας δίδαξε τούτη η εμπειρία, που νέοι και ηλικιωμένοι δοκιμάζουμε, ένα καινούργιο προφίλ του σύγχρονου, “καινούργιου” Ελληνα, να του δώσει την ηρωική του ταυτότητα που δεν είναι παρά η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που χρειάζεται για να συνεχίσει τον αγώνα μιας εποικοδομητικής συμμετοχής στα κοινά της πατρίδας του και την επιβίωσή του με αξιοπρέπεια και ποιότητα- με αντοχή και μεστωμένο, όχι απελπισμένο ηρωισμό.
Χρειάζεται ακόμα μάχη, αλλά θα νικήσουμε. Με τέτοιους ήρωες, “δεν καταδεχόμαστε να ρωτάμε” αν θα νικήσουμε! “Πολέμα”, λέει ο Καζαντζάκης.
Η Κόνστανς Ταγκοπούλου είναι καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Σήμερα διδάσκει στο University of Indianapolis, Athens.